Σύμφωνα με το υφιστάμενο καθεστώς περιορισμών, οι έμποροι καυσίμων στη δύση οφείλουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο σε τιμές κάτω των 60 δολαρίων ανά βαρέλι. Αυτό το μέτρο έχει πλήξει άμεσα τη ρωσική βιομηχανία πετρελαίου, καθώς οι ρωσικές εταιρείες είτε αναγκάζονται να πουλούν πολύ χαμηλότερα από τα διεθνή benchmarks, είτε χρειάζονται να βρουν άλλους αγοραστές. Μία από τις εναλλακτικές μεθόδους εξαγωγών που πλέον προτιμούν είναι η αξιοποίηση του σκιώδους στόλου, ο οποίος μεταφέρει καύσιμα από τη Ρωσία, το Ιράν, και τη Βενεζουέλα, προς αγορές εκτός της Δύσης, σε πλοία που είναι ανασφάλιστα και μη καταγεγραμμένα, και αλλάζει την αναγραφόμενη χώρα προέλευσης ώστε να αποφύγει τις δυτικές κυρώσεις.
Με τα νέα μέτρα που συζητούν οι G7, είτε το όριο των τιμών θα μειωθεί από τα 60 στα 40 δολάρια, πιέζοντας ακόμα περισσότερο τα κέρδη των Ρώσων παραγωγών, είτε απαγορεύοντας ολικά τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Η δραστική αυτή κίνηση δεν βρισκόταν στο τραπέζι τόσο καιρό λόγω ανησυχιών για νέα εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου, εντούτοις η στασιμότητα του καυσίμου τους τελευταίους μήνες εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης έχει κατευνάσει αυτούς τους φόβους.
Η απάντηση του Κρεμλίνου στη συγκεκριμένη είδηση ήταν ως συνήθως συγκρατημένα βλοσυρή, προειδοποιώντας πως μία ολική απαγόρευση του ρωσικού πετρελαίου θα γυρίσει “μπούμερανγκ” στους G7. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί πως τα στοιχεία καταδεικνύουν πως οι εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου μέσω θαλάσσης έχουν μειωθεί τουλάχιστον κατά 9% το 2024 συγκριτικά με το 2023. Αντίστοιχη εικόνα καταγράφεται και στον κλάδο της διύλισης, όπου σημειώθηκε πτώση περίπου 3%.