Εξάλλου, ήταν η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, που σε πρόσφατες δηλώσεις τους ανέφεραν χωρίς κανένα δισταγμό πως τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να αγοράσουν περισσότερο φυσικό αέριο ώστε να αποφύγουν τους δυνητικούς δασμούς της κυβέρνησης Τραμπ.
Βεβαίως, πέρα από την απουσία έκπληξης, θα έπρεπε να νιώσουμε τουλάχιστον εξοργισμένοι. Όχι τόσο με τον Τραμπ, ο οποίος σε κάθε περίπτωση εκλέχτηκε ώστε να ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα συμφέροντα των Αμερικανών. (Το κατά πόσο οι πολιτικές που έχει εξαγγείλει θα βοηθήσουν τον μέσο πολίτη των ΗΠΑ είναι άλλη συζήτηση.) Αλλά με τους Ευρωπαίους ηγέτες διαχρονικά που έχουν επιτρέψει σε αυτήν την κατά τα άλλα φιλόδοξη κοινότητα που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση να καταντήσει έρμαιο των σχεδίων του κάθε ενοίκου του Λευκού Οίκου— ή του Κρεμλίνου, όπως αποδείχθηκε το 2022.
Η εκβιαστική αγορά ορυκτών καυσίμων είναι η μία πτυχή. Μέχρι το 2022, η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης εξαρτιόταν από το φυσικό αέριο που έρρεε μέσω των αγωγών από τη Ρωσία. Μετά το ηχηρό και επίπονο χαστούκι της (δεύτερης) ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία πριν σχεδόν 3 χρόνια, η Ευρώπη είχε μία ευκαιρία να μετατρέψει το πάθημα σε μάθημα και να διαφοροποιήσει τους προμηθευτές φυσικού αερίου ώστε να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια. Αντ’αυτού, οι Ευρωπαίοι έκαναν ακριβώς το ίδιο λάθος, αντικαθιστώντας το ρωσικό φυσικό αέριο με αμερικανικό LNG. Πλέον, το 50% του ΥΦΑ που εισάγεται στην ΕΕ είναι αμερικανικής προέλευσης. Κάτι που σημαίνει ότι αν πετύχει ο εκβιασμός του Τραμπ, η Ευρώπη θα καταστεί ακόμα πιο ευάλωτη στις αμερικανικές ενεργειακές ροές. Παρόμοια εικόνα υπάρχει και στην αγορά πετρελαίου, με τις ΗΠΑ να αποτελούν τον μεγαλύτερο προμηθευτή αργού της Ευρώπης.
Η άλλη πτυχή είναι πως οι εκβιασμοί του Τραμπ δεν θα περιοριστούν στο ενεργειακό εμπόριο. Στο κάτω κάτω, πέρα από την ενεργειακή ασφάλεια, η ίδια η υπαρξιακή ασφάλεια της Ευρώπης εξαρτάται από τις ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ. Παρά τα δημοφιλή αφηγήματα, η εξάρτηση αυτή βόλευε και τις δύο πλευρές τόσες δεκαετίες. Από τη μία, οι Ευρωπαίοι (με ορισμένες εξαιρέσεις) μπορούσαν να ξοδεύουν κάποια συμβολικά ποσά στην άμυνα, να δημιουργούν στρατούς και οπλικά συστήματα “μπουτίκ”, και να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους γνωρίζοντας πως η Ουάσιγκτον θα τους προστατέψει σε περίπτωση ανάγκης. Από την άλλη, οι Αμερικάνοι μπορούσαν να έχουν λόγο σε οτιδήποτε συνέβαινε στην Ευρώπη, φροντίζοντας να εξαλείψουν τυχόν οικονομικούς ή διπλωματικούς ανταγωνιστές, και να πουλούν τα αρκετά καλύτερα οπλικά συστήματά τους και πολλά άλλα προϊόντα στους Ευρωπαίους. Ασχέτως του τι αναφέρουν σήμερα ο Τραμπ και οι υποστηρικτές του, οι Αμερικάνοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τους Ευρωπαίους «τζαμπατζήδες» τόσες δεκαετίες, αντιθέτως είχαν σαμποτάρει κάθε προσπάθεια για δημιουργία μίας ευρωπαϊκής αμυντικής συμμαχίας εκτός ΝΑΤΟ.
Το μόνο σίγουρο στην ανθρώπινη ιστορία είναι πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Οι ηγέτες της Ευρώπης είναι αρκετά μορφωμένοι ώστε να γνωρίζουν πως αργά ή γρήγορα, η συμμαχία μεταξύ Ουάσιγκτον και Βρυξελλών θα δοκιμαζόταν. Δεν εκμεταλλεύτηκαν την ηρεμία που ακολούθησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ώστε να ενισχύσουν την άμυνά τους σταδιακά, ακόμα και όταν ο πόλεμος έφτασε στην πίσω αυλή τους μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Δεν εκμεταλλεύτηκαν ούτε την πρώτη θητεία Τραμπ, όταν πλέον οι «Ευρω-Ατλαντικές ευγένειες» είχαν τελειώσει και γνώριζαν πως τόσο η πολιτική ηγεσία, όσο και οι ψηφοφόροι των ΗΠΑ, ήθελαν να καταστήσουν ακόμη πιο ετεροβαρή υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων αυτή τη σχέση. Κάπως έτσι η Ευρώπη βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο, όχι επειδή την έσπρωξε κάποιος άλλος, αλλά επειδή η ίδια αποφάσισε να στριμωχτεί.