«Θα συνάψουμε συμφωνία θαλάσσιας δικαιοδοσίας με την συριακή διοίκηση». Δυστυχώς εξ ίσου προβλέψιμη είναι και η ελληνική Κυβέρνησις. Η οποία προαναγγέλλει ότι δεν θα κάνει τίποτε.
«Διπλωματικές πηγές» στην Αθήνα -όχι κάποιος επίσημος κυβερνητικός αξιωματούχος- εδήλωσαν: «Πρόκειται για ευρωπαϊκά σύνορα. Ήδη το έχουμε θέσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τη δήλωση που κάναμε με την Αυστρία και την Κυπριακή Δημοκρατία. Πρόκειται για μια μεταβατική κατάσταση στην Συρία, που δε νομιμοποιεί οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία...Το παρακολουθούμε. Είμαστε σε διαρκή επικοινωνία με την Κύπρο, με τις γειτονικές χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Νομιμοποιείται ή όχι η Συρία την συμφωνία θα την κάνει. Και προφανώς θα σπεύσει η Άγκυρα να την αναρτήσει στην ιστοσελίδα της Διευθύνσεως Ωκεανίων Υποθέσεων του ΟΗΕ, όπως ακριβώς έκανε και με το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Και θα ορυόμεθα μεν εμείς ότι είναι παράνομη, αλλά η Άγκυρα θα την εφαρμόζει. Όπως ακριβώς εφαρμόζει και το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Και το εφαρμόζει διότι η Αθήνα περιορίζεται να «είναι σε επικοινωνία με τις γειτονικές χώρες» και να απευθύνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ουδέν προτίθεται, αλλά και ουδέν δύναται να πράξει.
Πολλές χώρες της ΕΕ έχουν σημαντικά συμφέροντα στην Τουρκία, την οποία ναι μεν δεν θέλουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, δεν πρόκειται όμως και να την κακοκαρδίσουν ιδιαιτέρως σε ζητήματα που θεωρούν πως δεν τις αφορούν. Και οι θαλάσσιες δικαιοδοσίες δεν αφορούν αμέσως παρά μόνον την Ελλάδα και την Κύπρο. Από εκεί και πέρα, ζητήματα αρχών ή δικαίου ουδόλως επηρεάζουν την διεθνή πραγματικότητα. Ας σταματήσουν λοιπόν οι ελληνικές Κυβερνήσεις το «παραμύθι» ότι έχουμε το μέρος μας το «διεθνές δίκαιο». Το διεθνές δίκαιο αποκτά υπόσταση, από την στιγμή κατά την οποία θα αποφασίσει κάποιος να το επιβάλλει. Και στην προκειμένη περίπτωση ο μόνος που έχει λόγο να θέλει να το επιβάλλει είναι η Ελλάς. Αν λοιπόν δεν αναλάβει η Ελλάς συγκεκριμένες ενέργειες προβολής ισχύος προς επιβολήν του διεθνούς δικαίου, δεν υπάρχει κανείς για να το κάνει. Ούτε Ευρώπη, ούτε ΟΗΕ, ούτε κανείς. Και για την ώρα ο μόνος που επιδεικνύει ισχύ στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου είναι η Τουρκία. Η Ελλάς εγέννησε τον Θουκυδίδη αλλά η Τουρκία είναι που εφαρμόζει τα διδάγματά του. Ότι δηλαδή «ο ισχυρός προχωρεί όσο του επιτρέπει η ισχύς του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του». Όσο λοιπόν η ισχύς της Τουρκίας συνεχίζει να εκδηλώνεται χωρίς να υπάρχει αντίδρασις και η Ελλάς παραμένει «σε επικοινωνία» με άλλες χώρες και με την ΕΕ θα συνεχίσει να επεκτείνεται και να διεκδικεί.
Αν λοιπόν θέλουμε να είμαστε σοβαρή χώρα και να συνεχίσουμε να έχουμε κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα θα πρέπει εμείς να θέσουμε φραγμό στον τουρκικό επεκτατισμό. Και θα προλάβουμε τους «κατευναστές» που θέτουν το ψευδεπίγραφο ερώτημα του αν θέλουμε «να κάνουμε πόλεμο» τονίζοντας ότι ο μόνος τρόπος αποτροπής του πολέμου είναι η έγκαιρη προβολή ισχύος για να τεθεί φραγμός στα σχέδια της Αγκύρας. Πηγαίνουμε δηλαδή πίσω στο δίλημμα του Τσώρτσιλ προς τον Τσάμπερλαιν: «Επιλέξατε από τον πόλεμο την ατίμωση και εν τέλει θα έχετε και τον πόλεμο και την ατίμωση». Ο νοών νοείτω.
Πριν δύο δεκαετίες η αμυντική ενίσχυσις της Κύπρου και η εξαγγελία του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου οδήγησε την Τουρκία για πρώτη να ανοίξει τις γραμμές αντιπαραθέσεως στην Μεγαλόνησο και να δεχθεί να διαπραγματευθεί λύση. Η επίδειξις ισχύος από ελληνικής πλευράς έθεσε όρια και υπεχρέωσε τους Τούρκους να αναθεωρήσουν την αδιάλλακτη στάση τους. Και τότε ετέθησαν τα ερωτήματα που προφανώς κάποιοι εκ του πονηρού θα θελήσουν και σήμερα να εγείρουν. Ηρωτήθη ο αείμνηστος Γεράσιμος Αρσένης που ήταν τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης αν η Ελλάς έχει την ισχύ να επιβάλλει το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και αποστόμωσε μονολεκτικώς όλες τις φωνές αμφισβητήσεως των δυνατοτήτων της χώρας μας λέγοντας: «Βλακείες». Η απάντησις αυτή, αν και δεν έτυχε ευρείας δημοσιότητος είναι διαχρονική. Και ηχεί ακόμη στα αυτιά του γράφοντος, κάθε φορά που ακούει τους μεμψίμοιρους που αμφισβητούν τις δυνατότητες της Ελλάδος στρέφοντας βλέμμα υποταγής προς ανατολάς.
Για το γεγονός ότι από την υποχώρηση της Τουρκίας προ του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου εφθάσαμε στο σχέδιο Αννάν, ευθύνεται αποκλειστικώς ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, οι διπλωματικοί χειρισμοί του οποίου χαρακτηρίζονταν από την ίδια φοβικότητα η οποία χαρακτηρίζει και σήμερα τις προτάσεις των κατευναστών. Η πολιτική πρέπει να έχει συνέχεια και οι μηχανισμοί πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε πιθανή εξέλιξη και κάθε πονηρία του αντιπάλου. Κυρίως όμως πρέπει να επιδεικνύουν την ετοιμότητά τους να αναλάβουν κάθε επιβεβλημένη ενέργεια και κάθε πιθανό κόστος. Εκεί απέτυχε το 2003 η κυβέρνησις Σημίτη και τα επίχειρα τα πληρώνουμε μέχρι σήμερα. Το κακό στο ελληνικό Κράτος είναι ότι δεν υπάρχει «θεσμική μνήμη». Δεν καταγράφονται οι ενέργειες και τα αποτελέσματά τους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οδηγός για την διαχείριση των καταστάσεων. Έτσι βλέπουμε τις κυβερνήσεις μας να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη, ενώ οι φωνές που συμβουλεύουν να ακολουθούμε εσφαλμένη πορεία, παρ’ ότι αποδεικνύονται καταστροφικές εξακολουθούν να εισακούονται.