Θα γραφτούν πολλά και ενδεχομένως αντιφατικά για τον Κώστα Σημίτη. Οτι έβαλε τη χώρα στη ζώνη του ευρώ· ναι, αλλά τι έκανε στη φούσκα του χρηματιστηρίου; Οτι έβαλε την Κύπρο στην ΕΕ· ναι, αλλά τι έκανε στα Ιμια; Οτι άλλαξε την Ελλάδα με εμβληματικά έργα υποδομής· ναι, αλλά τα σκάνδαλα του Τσοχατζόπουλου; Αντιφατικά πράγματα όντως.

Όμως η Μεταπολίτευση, όπως σωστά είδαμε τον τελευταίο καιρό, ήταν μια πολιτική μήτρα γεμάτη τέτοιες ή και μεγαλύτερες αντιφάσεις, που οδήγησαν τη χώρα μπροστά.

Το μεγαλύτερο ίσως προσωπικό κατόρθωμα και το πολιτικό αποτύπωμα του Κώστα Σημίτη είναι ότι ακόμα και για τους σημερινούς 50αρηδες ή και μεγαλύτερους, ανθρώπους δηλαδή που μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν στις πρώτες δύο δεκαετίες της Μεταπολίτευσης και σήμερα αποτελούν την κρίσιμη μάζα δημογραφικά, τους ανθρώπους που βρίσκονται στα πράγματα και, αν θέλετε, στην εξουσία, είναι δύσκολο να φανταστούν ή ακόμα και να θυμηθούν ποια ήταν η Ελλάδα πριν τον Κώστα Σημίτη. Ποια ήταν η χώρα προτού αναλάβει αυτός, ο ελάχιστα επικοινωνιακός πολιτικός, μια απίστευτη αντίθεση με το χάρισμα του προκατόχου του, Ανδρέα Παπανδρέου, τα ηνία της.

Σύμφωνοι, πριν τον Σημίτη η χώρα ήταν η Ελλάδα τού «ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια» και του παπαναδρεϊκού largesse. Αλλά αυτό είναι περισσότερο μια θολή νοσταλγία της νιότης, ζαλισμένη από το τριτοκοσμικό καυσαέριο, τη βουλιμία για κοινωνική κινητικότητα και τον υψηλό πληθωρισμό –οικονομικό και πολιτισμικό– της εποχής. Η Ελλάδα που ζούμε σήμερα, είναι η Ελλάδα του Κώστα Σημίτη.

Ο Κώστας Σημίτης σε εκείνη την πραγματικά κομβική οκταετία της πρωθυπουργίας του, στην αλλαγή των αιώνων, μετασχημάτισε τη χώρα: η ελληνική κοινωνία μετατράπηκε, όπως σωστά γράφτηκε αλλού, από κοινωνία της ανάγκης σε κοινωνία της επιθυμίας –με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό και με τα καλά του και με τα κακά του. Η Ελλάδα εκσυγχρονίστηκε όχι μόνο σε υποδομές και σε τρόπο λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας, αλλά και άυλα, σε επίπεδο πολιτισμικών συμβολισμών: η Ελλάδα του Παπανδρέου που άκουγε τους νταλκάδες της Ρίτας Σακελλαρίου, γινόταν η Ελλάδα του Σημίτη που πήγαινε με τη Δάφνη του να δει Λαρς φον Τρίερ –αν και την ίδια ώρα τα μπουζούκια θα έσφυζαν από ζωή, σπέσιαλ ουίσκι και δεκαχίλιαρα (οι διαρκείς αντιφάσεις που λέγαμε). 

Υπήρξαν φυσικά επιλογές του που τον αδίκησαν, άνθρωποι που ήταν στο περιβάλλον του και έβλαψαν τη χώρα και τον ίδιο τελικά. Αλλά πολιτικός δεν είναι αυτός που πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στο κακό και στο καλό –αυτό το κάνει ο καθένας. Πολιτικός είναι αυτός που θα χρειαστεί να επιλέξει ανάμεσα σε δύο κακά.

Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι στην αυγή του 1996, τέτοιες μέρες πριν από 29 χρόνια, η χώρα που παραλάμβανε ο Σημίτης ήταν η χώρα της Μιμής και του φαιδρού κύκλου της, η χώρα όπου η διαφθορά ήταν τόσο κυρίαρχη κουλτούρα που είχε ειπωθεί το περίφημο «είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του αλλά όχι και 500 εκατομμύρια», η χώρα μιας ξεπερασμένης φάσης της Ιστορίας, όπου το έως τότε αθεράπευτα βαλκάνιο κράτος σε ρωτούσε ποιο είναι το θρήσκευμά σου, φαντάροι φυλούσαν τα εκλογικά τμήματα και για να βγάλεις ένα πιστοποιητικό έπρεπε να λαδώσεις το μισό Δημόσιο.

Ο ίδιος εξάλλου –άλλη χαρακτηριστική αντίφαση αυτή– ήταν πρωθυπουργός και αρχηγός ενός κόμματος, που (τουλάχιστον) το μισό τον μισούσε. Θα συναντήσεις και σήμερα πολλούς haters του Σημίτη, αλλά λίγους τόσο φανατικούς όσο τους τσοχατζοπουλικούς πασόκους των 90s, άτομα που βρήκαν την προσωρινή δικαίωσή τους το 2015 –και ήταν ο Σημίτης που στοχοποιήθηκε από το συνονθύλευμα των αντιμνημονιακών όσο κανείς άλλος.

Κι όμως, μέσα από αυτό το περιβάλλον, με τους αναγκαίους και δύσκολους συμβιβασμούς, με τα αναπόφευκτα λάθη, ο Κώστας Σημίτης τα κατάφερε. Ήταν ο τελευταίος πολιτικός που έθεσε μεγάλους εθνικούς στόχους και με σχολαστικότητα λογιστή –το περίφημο μπλοκάκι– και παράλληλα το όραμα και τον ρεαλισμό του ευρωπαϊστή ηγέτη, τους πέτυχε, οδηγώντας τη χώρα στο σημερινό της μέλλον.

Πολλοί θα πουν ότι ο Κώστας Σημίτης ήταν και τυχερός. Ότι βρέθηκε στην πρωθυπουργία στα 90s, στη δεκαετία των «μικρών διχασμών». Οντως έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια σε σχέση με όσα ακολούθησαν. Ομως σε αυτή την αποκλιμάκωση των εντάσεων συνέβαλε και εκείνος, αν όχι πρωτίστως εκείνος: με τον μετριοπαθή και νηφάλιο πολιτικό του λόγο, με την επιστημοσύνη, το ήθος και το προσωπικό του παράδειγμα, ιδίως αν τον συγκρίνεις με τους πολωτικούς πρωταγωνιστές των προηγούμενων δεκαετιών, έθεσε έναν διαφορετικό κανόνα πολιτικής συμπεριφοράς.

Μέσα από αυτόν τον κανόνα, που υπηρετούσε μια υπόγεια ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας για μια κάποια σοβαρότητα, ο Σημίτης κατάφερε να βρει εκείνους τους εθνικούς δρόμους που χαράσσονταν μέσα από μια ευρύτερη, ανομολόγητη αλλά υπαρκτή, κοινωνική συμφωνία. Δρόμους που ακόμα αναζητεί η χώρα μας…

*Από Protagon.gr