κατάφεραν να εξασφαλίσουν μεγάλο μερίδιο της διεθνούς αγοράς, με τις ΗΠΑ να είναι πλέον ο μεγαλύτερος εξαγωγέαςLNGκαι ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς πετρελαίου.
Και αυτό το μερίδιο πιθανότατα θα αυξηθεί χάρη στην ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ για περαιτέρω εξορύξεις. Ωστόσο, η επιρροή της ενισχυμένης αμερικανικής παραγωγής στις αμερικανικές εξαγωγές παραμένει μία δύσκολη εξίσωση.
Παρόλη την επιμονή του Τραμπ σχετικά με τα ορυκτά καύσιμα, η ατζέντα του παραμένει γενικά ασαφής. Ωστόσο, ένας από τους στόχους που έχει εκφραστεί με σαφήνεια προέρχεται από τον υποψήφιο για το Υπουργείο Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ. Ο Μπέσεντ, εμπνευσμένος από την παλιότερη στρατηγική των «Τριών Βελών» του Ιάπωνα Πρωθυπουργού ΣίνζοΆμπε, πρότεινε το Σχέδιο 3/3/3. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν οι εξής στόχοι: η μείωση του ελλείματος στο 3% του ΑΕΠ, η αύξηση της ετήσιας ανάπτυξης στο 3%, και η αύξηση της παραγωγής πετρελαίου κατά 3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.Η προσθήκη 3 εκατομμυρίων bpdθα σήμαινε πως οι ΗΠΑ, που είναι ήδη ο μεγαλύτερος παραγωγός αργού σε διεθνές επίπεδο, θα ξεπερνούσαν τα 16 εκατομμύρια bpd, διπλασιάζοντας τη διαφορά τους από τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία, που είναι ο δεύτερος και ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός αντίστοιχα.
Εντούτοις, η επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι εύκολη. Χάρη στη σχιστολιθική επανάσταση στις ΗΠΑ— την οποία ορισμένοι άνθρωποι της αγοράς θεωρούν ως περατωμένη— η συντριπτική πλειοψηφία των αμερικανικών υδρογονανθράκων προέρχεται από σχιστολιθικά κοιτάσματα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η εξόρυξη κάθε τέτοιου πεδίου προϋποθέτει ότι το κόστος του βαρελιού θα είναι τουλάχιστον πάνω από τα 64 δολάρια, ανησυχητικά κοντά στις σημερινές τιμές που κινούνται λίγο υψηλότερα από τα 70 δολάρια. Σε περίπτωση που η τιμή του αργού έπεφτε στα 50 δολάρια ανά βαρέλι, αρκετά πεδία εξορύξεων θα έπρεπε να κλείσουν. Συνεπώς, η όποια αύξηση της παραγωγής δεν μπορεί να είναι τόσο δραματική ώστε να οδηγήσει σε εξίσου δραματική πτώση των τιμών, γιατί ένα τέτοιο παραγωγικό πλάνο δεν θα ήταν βιώσιμο.
Από την άλλη πλευρά, η ελπίδα πως η εκτίναξη της αμερικανικής παραγωγής θα πλήξει ουσιαστικά τις ρωσικές εξαγωγές είναι μάλλον υπερβολικά αισιόδοξη. Η Ρωσία εξάγει περίπου 7 εκατομμύρια βαρέλια, άρα ακόμα και αν οι ΗΠΑ εξήγαγαν το σύνολο της νέας παραγωγής τους, δηλαδή 3 εκατομμύρια βαρέλια, οι αμερικανικές ποσότητες δεν θα επαρκούσαν για να καλύψουν το σύνολο των ρωσικών εξαγωγών. Παράλληλα, το κόστος για την παραγωγή του ρωσικού πετρελαίου είναι πολύ χαμηλότερο από εκείνο των αμερικανικών πεδίων, περίπου 17 δολάρια ανά βαρέλι. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές πως μία πτώση των τιμών του αργού θα επηρέαζε πολύ πιο έντονα τις αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες ήδη αντιμετώπιζαν μειωμένα κέρδη το 2024, παρά τη Ρωσία. Και αυτές οι τιμές χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα παράτυπα κέρδη από τον σκιώδη στόλο.
Με αυτά τα δεδομένα, θα είναι μάλλον απίθανο για την κυβέρνηση Τραμπ να καταφέρει να πετύχει όλους τους στόχους της. Η περίοδος Μπάιντεν ήταν ήδη μία χρυσή εποχή για την αμερικανική βιομηχανία υδρογονανθράκων, και μία μεγάλη αύξηση της παραγωγής κατά την επόμενη τετραετία θα μπορούσε να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Πέραν αυτών, με τη διεθνή αγορά πετρελαίου να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της πλεονάζουσας παραγωγής έναντι της χαμηλής ζήτησης, η υπερφόρτωση της υφιστάμενης διαθεσιμότητας μάλλον θα λειτουργήσει ως παράγοντας αποκλιμάκωσης των τιμών.