Οι Financial Times έχουν ξεχωρίσει πέντε κομβικά ερωτήματα, η τελική απάντηση των οποίων θα επηρεάσει σημαντικά τις ενεργειακές αγορές το 2025.
1. Θα καταφέρει ο ΟΠΕΚ+ να περιορίσει την πτώση των τιμών του πετρελαίου;
Το 2024 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εφιαλτικό» για τα μέλη του ΟΠΕΚ+, καθώς το πετρελαϊκό καρτέλ απέτυχε επανειλημμένα να ωθήσει τις τιμές του αργού πάνω από τα 80 δολάρια/βαρέλι. Με τους περιορισμούς στην ημερήσια παραγωγή να είναι καθόλα αναποτελεσματικοί, τα μελλοντικά σχέδια του οργανισμού είναι κάθε άλλο παρά εύκολα. Οι περισσότερες αναλύσεις προβλέπουν πως η διεθνής αγορά πετρελαίου θα παραμείνει σε πτωτική τροχιά, καθώς η ζήτηση στην Κίνα θα είναι εξίσου χαμηλή και οι παραγωγοί εκτός ΟΠΕΚ+ όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς θα διατηρήσουν ή θα αυξήσουν την παραγωγή τους. Ακόμα και το ξέσπασμα μίας γεωπολιτικής κρίσης δύσκολα θα ενισχύσει τις τιμές του πετρελαίου, οι οποίες αυξήθηκαν ανεπαίσθητα υπό την απειλή μίας σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν.
2. Θα καταφέρει ο Τραμπ να αυξήσει την αμερικανική παραγωγή ορυκτών καυσίμων;
Ο Ντόναλντ Τραμπ είπε πολλά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, αλλά λίγες δηλώσεις του έχουν απασχολήσει όσο το “drill, baby, drill”. Ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να αυξήσει ακόμα περισσότερο την παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ, με στόχο να ρίξει τις τιμές των καυσίμων. Ωστόσο, ένα τέτοιο σχέδιο δεν έχει αυτόματα την υποστήριξη των αμερικανικών πετρελαιοπαραγωγών. Οι ΗΠΑ είναι ήδη ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς. Όμως αυτή η πρωτοκαθεδρία έχει ένα αθέατο κόστος: η εξόρυξη κάθε νέου πεδίου πετρελαίου προϋποθέτει πως οι τιμές θα κυμαίνονται πάνω από τα 64 δολάρια/ βαρέλι, αλλιώς η υποδομή δεν είναι βιώσιμη. Δεδομένου ότι η αύξηση της παραγωγής θα μείωνε ακόμα περισσότερο τις τιμές του αργού, οι αμερικανικές εταιρείες δεν έχουν κανένα κίνητρο να πολλαπλασιάσουν την παραγωγή τους. Αντιθέτως, οι περισσότερες μεγάλες εταιρείες έχουν δηλώσει πως είτε θα μειώσουν, είτε θα διατηρήσουν στα ίδια επίπεδα των κεφαλαιακών δαπανών τους.
3. Θα καταφέρει ο Τραμπ να ακυρώσει τον IRA;
Ο πιο εμβληματικός νόμος της εποχής Μπάιντεν, και ενδεχομένως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του 46ου Προέδρου των ΗΠΑ, ήταν το Πλαίσιο για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA). Σε αντίθεση με το όνομά του, ο IRA προσέφερε δισεκατομμύρια δολάρια σε πράσινες επενδύσεις, κάτι που οδήγησε στον επαναπατρισμό ή τη μεταφορά πολλών σχετικών εταιρειών εντός αμερικανικών συνόρων και τη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δεσμευτεί να καταργήσει τον IRA, τον οποίο έχει χαρακτηρίσει ως «πράσινη απάτη». Αναμενόμενα, η κίνηση αυτή θα συναντήσει αντιστάσεις, τόσο από τις εταιρείες που έχουν ωφεληθεί από τα οικονομικά κίνητρα του Μπάιντεν, όσο και τους αιρετούς των πολιτειών που έχουν λάβει τις μεγαλύτερες επενδύσεις— οι οποίες είναι κατά κύριο λόγο προσκείμενες στους Ρεπουμπλικάνους. Αξίζει να σημειωθεί πως μεταξύ των ωφελούμενων του IRA είναι και αρκετές επιχειρήσεις του κλάδου των ορυκτών καυσίμων που επενδύουν σε τεχνολογίες με πράσινη ετικέτα, όπως η δέσμευση άνθρακα.
4. Ποια μορφή ενέργειας θα ηλεκτροδοτήσει την ψηφιακή μετάβαση;
Η συζήτηση για τις ενεργειακές ανάγκες των ψηφιακών υποδομών, και ειδικά της ΑΙ, αποτέλεσε ένα από τα καυτά ζητήματα για το 2024. Οι εξελίξεις εντός του 2025 μάλλον θα είναι πιο αποφασιστικές, καθώς μία σειρά παραγόντων θα φτάσουν στην ωρίμανσή τους. Η βιομηχανία του φυσικού αερίου ποντάρει στην ΑΙ προκειμένου να διατηρήσει και να αναπτύξει νέα έργα, τα οποία θα ήταν πλεονάζοντα για τη δίκτυα λιανικής. Η πυρηνική ενέργεια επίσης προσδοκά ραγδαία ανάπτυξη χάρη στη ζήτηση της ΑΙ, τόσο στους συμβατικούς αντιδραστήρες, όσο και σε πειραματικές τεχνολογίες όπως οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs). Σύμφωνα με τον ΔΟΕ, η κατανάλωση των ψηφιακών υποδομών θα φτάσει τις 1000 TWh, περισσότερο από ολόκληρη την Ιαπωνία.
5. Μπορεί η διεθνής συνεργασία για την κλιματική αλλαγή να επιβιώσει του γεωπολιτικού ανταγωνισμού;
Οι περισσότεροι αναλυτές δεν διστάζουν πλέον να παραδεχτούν πως βρισκόμαστε σε έναν νέο (προς το παρόν) Ψυχρό Πόλεμο. Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μάλιστα έχει κλιμακωθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε ακόμα και οι πράσινες τεχνολογίες έχουν μετατραπεί σε σημείο αντιπαράθεσης, π.χ. οι δασμοί κατά των κινεζικών EVs από τις δυτικές χώρες. Όμως αυτή η αυξανόμενη ένταση δυσχεραίνει τη διεθνή συνεργασία που απαιτείται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Με την πράσινη μετάβαση ήδη να επιβραδύνεται, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο αδιαμφισβήτητα θα ψυχράνει τις σχέσεις με την Κίνα και ενδεχομένως την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ θα υπονομεύσει τις νέες πρωτοβουλίες για πολυμερή δράση. Οι περισσότερες έρευνες προειδοποιούν πως οι στόχοι που είχαν τεθεί για το 2030 θα αποτύχουν αν δεν υπάρξει μία δραστική κινητοποίηση παγκόσμιων πόρων μέσα στα επόμενα χρόνια, κάτι που μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο όταν δεν υπάρχει διεθνής διπλωματική πίεση.