Η χώρα διακηρύττει ότι βασίζεται στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια για να καλύψει το 50% των αναγκών της σε ηλεκτρισμό, υιοθετεί με επιτυχία τις αρχές της εξοικονόμησης ενέργειας σε κτίρια, επιχειρήσεις και βιομηχανία και, παρά τις εγγενείς αδυναμίες, την ηλεκτροκίνηση. Όπως είπε προ διμήνου από το Μπακού, ο Πρωθυπουργός, «η Ελλάδα είναι απολύτως προσηλωμένη στην ενεργειακή μετάβαση.»
Και τίθεται το ερώτημα: Επειδή καταγράφεται πρόοδος σε ορισμένες παραμέτρους της πορείας μας προς την Πράσινης Μετάβασης πρέπει να τα θεωρούμε όλα καλά και ανθηρά;
Όχι βέβαια!
Για μια χώρα–όχι η μοναδική – της οποίας η ενεργειακή πολιτική έχει υπαγορευτεί, κατά βάση, από υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων η ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων και ελλειμμάτων είναι ο κανόνας.
Η εκ των πραγμάτων αδυναμία μας, στα όρια της άρνησης, να διαχειριστούμε και να εκμεταλλευτούμε πολύτιμους εγχώριους φυσικούς πόρους που θα έδιναν μια σοβαρή τόνωση στην οικονομία και θα μείωναν τα ελλείμματα που προκαλούν οι αθρόες εισαγωγές ενέργειας, δεν πρέπει να συνδεθεί μόνο με την όποια «πίεση» ασκείται από αυτά τα εξωχώρια κέντρα.
Το πολιτικό προσωπικό της χώρας, τείνει να υιοθετεί ασμένως τις οδηγίες για ένα καθαρότερο αύριο και να παραβλέπει, τις περισσότερες φορές, τα απτά δεδομένα που προσφέρει ένας, ας τον χαρακτηρίσουμε, «τρίτος δρόμος» προς τον πράσινο παράδεισο του μέλλοντος, που θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη χαμένη ισορροπία του παρόντος.
Είναι όμως τόσο κραυγαλέα η ανισορροπία σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε ακόμη και ο Φρανς Τίμερμανς, ο άνθρωπος ο οποίος κλήθηκε να προωθήσει την Πράσινη Συμφωνία, το διάστημα 2019-2023 να προειδοποιεί για το μέλλον αυτής της πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Όπως αναφέρει σε πρόσφατη συνέντευξή του, το βασικό πρόβλημα της πράσινης μετάβασης στην Ε.Ε. είναι η ανισοβαρής κατανομή του κόστους για τους πολίτες, και το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των πιο πλούσιων και των πιο φτωχών.
Ο πρώην Αντιπρόεδρος της Κομισιόν, υποστηρίζει ότι η λύση είναι ο δανεισμός επιχειρήσεων και ιδιωτών, κάτι που αντιβαίνει όμως την κυρίαρχη πολιτική άποψη τόσο στη χώρα του (Ολλανδία) όσο και στην Γερμανία, ήτοι, τους θεματοφύλακες της δημοσιονομικής «πειθαρχίας»!
Η ετεροβαρής προώθηση της πράσινης πολιτικής είναι τόσο εξόφθαλμη, σε σημείο ώστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να δείχνει ότι κατανοεί ότι με τα λόγια δεν πέφτουν οι τιμές και ότι η λύση είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και ο εκδημοκρατισμός της ενέργειας, για την οποία πολλοί μιλούν και ελάχιστοι αντιλαμβάνονται.
Αυτό που παραμένει, όμως, υποβαθμισμένο στη δημόσια συζήτηση είναι το πώς θα εκμεταλλευτούμε όλες τις εγχώριες πηγές ενέργειας, επ’ ωφελεία της οικονομίας και της κοινωνίας.
Διότι δεν μπορεί να γίνεται σοβαρή κουβέντα για τις ΑΠΕ όταν είναι γνωστό ότι τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά έργα εισφέρουν σήμερα κάτω από το 2% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης σε παγκόσμιο επίπεδο, όταν έχουν δαπανηθεί για την προώθησή τους, περισσότερα από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια από το 2014!
Οι χώρες που θέτουν σοβαρές προτεραιότητες και τις υλοποιούν σχεδόν με «κυνισμό», δεν θεωρούν αμφιλεγόμενη τη συμπερίληψη των ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό μείγμα τους.
Πάρετε για παράδειγμα την Νορβηγία, η οποία αφού επένδυσε πέρυσι τα περισσότερα κεφάλαια στα χρονικά, σε έργα πετρελαίου και φυσικού, ετοιμάζεται, φέτος να επενδύσει ακόμη περισσότερα στον τομέα των υδρογονανθράκων.
Οι επενδύσεις της σκανδιναβικής χώρας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο αναμένεται να φθάσουν, το 2024, σε σχεδόν 23 δισεκατομμύρια δολάρια, όταν το 2014, αυτό το ποσό είχε διαμορφωθεί στα 20,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Για το 2025, οι επενδύσεις στον τομέα εκτιμάται ότι θα πλησιάσει στα 27 δισεκατομμύρια δολάρια!
Όπως ανακοίνωσε η Offshore Norge σχεδόν το σύνολο των εταιρειών υδρογονανθράκων της χώρας σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν γεωτρήσεις σε 45 θαλάσσια τεμάχια από 41 το 2024.
Η αύξηση της ερευνητικής δραστηριότητας αντανακλά την ενίσχυση της ζήτησης για νορβηγικό φυσικό αέριο που προέκυψε μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις κυρώσεις κατά της Μόσχας.
Σημειώνουμε ότι η Νορβηγία, που επαίρεται ότι είναι η ηγέτιδα ευρωπαϊκή δύναμη στις πράσινες τεχνολογίες, αποτελεί, ταυτόχρονα, τον μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου και φυσικού αερίου της Γηραιάς Ηπείρου αφότου ανακάλυψε τα πρώτα υποθαλάσσια κοιτάσματα στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Η παραγωγή της ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου ημερησίως, με τη χρήση τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα, που ενσωματώνουν τεχνικές απαλλαγής από το CO2 και υιοθέτηση λύσεων εξηλεκτρισμού των δραστηριοτήτων στο upstream καθώς και της αύξησης του μεριδίου της υδροηλεκτρικής ενέργειας. Μάλιστα η Wood Mackenzie προβλέπει ότι έως το 2026, πάνω από το 60% της νορβηγικής παραγωγής υδρογονανθράκων θα έχει εξηλεκτριστεί.
Αυτό δεν εμποδίζει την κυβέρνηση του Όσλο να επιδιώκει την υιοθέτηση πράσινων λύσεων για την ενέργεια και τις μετακινήσεις. Η Νορβηγία επενδύει σοβαρά ποσά στις ΑΠΕ τα τελευταία χρόνια.
Το δίκτυό της λειτουργεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με πράσινες πηγές ενέργειας, όμως αυτό δεν καθιστά παράδειγμα προς μίμηση. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει επανειλημμένα αναφέρει ότι η περαιτέρω εξερεύνηση ορυκτών καυσίμων δεν είναι συμβατή με τα σενάριά του για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050, όπερ σημαίνει ότι οι επενδύσεις της Νορβηγίας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο αντιβαίνουν στους στόχους που έχουν τεθεί για την Πράσινη Μετάβαση.
Με το συνολικό ποσοστό εκπομπών ρύπων της Ευρώπης να είναι σχεδόν 6% γίνεται σαφές ότι μια χώρα –όπως καλή ώρα, η Ελλάδα- μπορεί να υπηρετεί το καλώς εννοούμενο συμφέρον των πολιτών της, προσεγγίζοντας το net zero, με τον ίδιο κυνισμό χωρών όπως είναι η Νορβηγία.
Ή μήπως παρα-είμαστε συναισθηματικοί και ηθικοί για να το πράξουμε;