Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του βραβευμένου με Πούλιτζερ δημοσιογράφου Μάικλ Σμιντ σε βιβλίο που έγραψε το 2020 με τον τίτλο «Ντόναλντ Τραμπ εναντίον ΗΠΑ» ότι το 2017 ο Τραμπ εξέταζε το ενδεχόμενο μιας προληπτικής πυρηνικής επίθεσης στη Βόρεια Κορέα την οποία θα απέδιδε σε άλλο κράτος . Τότε το κινεζικό υπουργείο εξωτερικών κάλεσε τις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις σε διάλογο για να συμφωνήσουν σε μια συνθήκη που θα διασφάλιζε την αποχή όλων από ένα πυρηνικό χτύπημα . Οι Αμερικανοί θεώρησαν προσχηματική μια τέτοια πρόταση αφού θεωρούν τους Κινέζους μυστικοπαθείς ως προς τους εξοπλισμούς. Ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας Γιουν Σουκ Γέολ έχει ταχθεί υπέρ της ανάπτυξης ατομικών όπλων ως αντίβαρο σε αυτά της Βόρειας Κορέας. Αν η Νότια Κορέα αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία εκτιμάται ότι η Ιαπωνία θα ακολουθήσει.
Στο μέτωπο της Ρωσίας, ο νέος πρόεδρος θα κληθεί να διαχειριστεί άμεσα τη σοβαρότερη κρίση με τη Μόσχα από την εποχή του ψυχρού πολέμου, εν μέρει τροφοδοτούμενες από τις απειλές του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα στον πόλεμό του κατά της Ουκρανίας και την ανάπτυξη νέων εξωτερικών οπλικών συστημάτων. Διαχειριστής του μεγαλύτερου πυρηνικού οπλοστασίου στον κόσμο, ο Πούτιν εκσυγχρονίζει τις πυρηνικές του δυνάμεις και έχει απορρίψει τις συνομιλίες με την Ουάσινγκτον για την αντικατάσταση του New START, του τελευταίου αμερικανο-ρωσικού συμφώνου περιορισμού των όπλων, όταν αυτό λήξει στις 5 Φεβρουαρίου 2026. Ο απερχόμενος πρόεδρος Μπάιντεν αφήνει ως παρακαταθήκη στο Λευκό Οίκο ένα επιχειρησιακό πυρηνικό εγχειρίδιο με διπλωματικές και στρατιωτικές επιλογές όπως και με σχέδια έκτακτης ανάγκης ως αποτέλεσμα έρευνας από μια μικρή ομάδα ειδικών εμπειρογνωμόνων στους οποίους ανέθεσε τη μελέτη . Την ίδια ώρα ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει δηλώσει ότι αν η Ουκρανία δεν γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, θα χρειαστεί πυρηνικά όπλα για την προστασία της.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι την περίοδο 2019-2020 ο Τραμπ έδωσε εντολή να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από δύο διεθνείς συμφωνίες: τη συνθήκη ΙΝF που περιορίζει τους πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς την οποία είχανε υπογράψει το 1987 οι Ρόναλντ Ρέιγκαν και Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και τη συνθήκη OpenSkies που καθιέρωσε το 1992 την ελεύθερη αεροπορική κατόπτευση των στρατιωτικών δυνάμεων στην επικράτεια των συμβαλλόμενων.
Το άλλο πυρηνικο μέτωπο είναι με την Κίνα, η οποία επί μακρόν διέθετε μικρότερο πυρηνικό οπλοστάσιο, όμως φαίνεται να ενισχύει τις στρατηγικές πυρηνικές της δυνάμεις. Το Αμερικανικό Πεντάγωνο εκτιμούσε το 2020 ότι το επιχειρησιακό απόθεμα πυρηνικών κεφαλών του Πεκίνου ανερχόταν σε χαμηλό αριθμό 200 και υπολόγιζε ότι θα διπλασιαζόταν μέχρι το 2030.Η εκτίμηση αυτή αναθεωρήθηκε δύο χρόνια αργότερα, με τις ΗΠΑ να λένε ότι η Κίνα πιθανότατα θα διέθετε 1.500 πυρηνικές κεφαλές μέχρι το 2035, εάν συνεχιζόταν ο ρυθμός της αύξησής της.Το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον πραγματοποίησαν τις πρώτες τους συνομιλίες για τη μείωση του πυρηνικού κινδύνου μετά από σχεδόν πέντε χρόνια τον Νοέμβριο του 2023. Όμως η Κίνα, η οποία έχει το δόγμα της «μη πρώτης χρήσης», λίγο αργότερα σταμάτησε επισήμως περαιτέρω διμερείς συζητήσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ στην Ταϊβάν περιοχή που θεωρεί ότι ανήκει στην επικράτειά της. Ερχόμαστε τώρα στο Ιράν μπορεί να αποφασίσει να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα μετά τα ανταποδοτικά χτυπήματα με τον μεγάλο εχθρό Ισραήλ και την αποτυχία του Μπάιντεν να αναβιώσει τις συνομιλίες των μεγάλων δυνάμεων με το Ιράν για την αποκατάσταση των περιορισμών στο πυρηνικό του πρόγραμμα. Τον ερχόμενο Οκτώβριο λήγει άλλωστε το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που επιτρέπει την «επαναφορά» των διεθνών κυρώσεων κατά του Ιράν. Ο χρόνος που θα χρειαζόταν το Ιράν για να κατασκευάσει αρκετό υψηλά εμπλουτισμένο ουράνιο για μια πυρηνική κεφαλή έχει πλέον μειωθεί από έναν χρόνο σε μόλις εβδομάδες ή ημέρες, λένε Αμερικανοί αξιωματούχοι. Η επιλογή στρατιωτικής επίθεσης κατά πυρηνικών εγκαταστάσεων εξετάζεται πλέον πιο σοβαρά από ορισμένα μέλη της ομάδας μετάβασης του Τραμπ, που λαμβάνουν υπόψη την πτώση του καθεστώτος του Προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, συμμάχου της Τεχεράνης, στη Συρία, το μέλλον των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή και την αποδυνάμωση των συμμάχων του καθεστώτος, Χεζμπολάχ και Χαμάς, από το Ισραήλ σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της WallStreetJournal. Η αποδυναμωμένη περιφερειακή θέση του Ιράν και οι πρόσφατες αποκαλύψεις για την αναπτυσσόμενη πυρηνική δραστηριότητα της Τεχεράνης έχουν επιταχύνει ευαίσθητες εσωτερικές συζητήσεις. Και σε όλα αυτά να προσθέσουμε και τη Γροιλανδία την οποία προς το παρόν διεκδικεί ο Τραμπ και είναι μια χώρα με πλούσιες πρώτες ύλες αλλά και βάση ικανή να αποτρέψει επίθεση πυραύλου.