Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας ανακοίνωσαν χθες Παρασκευή την επιβολή νέων συντονισμένων κυρώσεων στον ρωσικό ενεργειακό τομέα, ιδίως στη Gazprom Neft, για να πλήξουν «την κυριότερη πηγή χρηματοδότησης του Κρεμλίνου» που αξιοποιείται στον πόλεμο στην Ουκρανία

Δέκα ημέρες πριν από την ορκωμοσία την 20ή Ιανουαρίου του αμερικανού εκλεγμένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δημοσιοποίησε στοιχεία για τις κυρώσεις, μεταξύ άλλων, στις δυο κυριότερες εταιρείες του τομέα, τις Gazprom Neft και Sourgoutneftegaz.

Το Λονδίνο επέβαλε επίσης κυρώσεις σε αυτές τις δυο εταιρίες, οι οποίες παράγουν «πάνω από ένα εκατομμύριο βαρέλια πετρελαίου την ημέρα», με άλλα λόγια έχουν έσοδα αξίας «23 δισ. δολαρίων (22,5 δισ. ευρώ) κατ’ έτος».

Η απόφαση καταγγέλθηκε αμέσως από τη Gazprom Neft, θυγατρική του κρατικού κολοσσού Gazprom, η οποία έκανε λόγο για «αδικαιολόγητη» και «έκνομη» κίνηση, σύμφωνα με ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων.

Σύμφωνα με τον Νταλίπ Σιγκ, αναπληρωτή σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου αρμόδιο για τη διεθνή οικονομία, οι κυρώσεις αυτές είναι «οι πιο σημαντικές που επιβλήθηκαν ποτέ» από τις ΗΠΑ στον ρωσικό ενεργειακό τομέα. «Θα πλήξουν σκληρά» όλους τους κρίκους «της αλυσίδας εφοδιασμού και διανομής» του τομέα του πετρελαίου της Ρωσίας, εκτίμησε.

Μπορεί να οδηγήσουν σε κάποια «αύξηση της τιμής των καυσίμων» και στις ΗΠΑ, παραδέχθηκε ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στον Λευκό Οίκο, προσπαθώντας να καθησυχάσει, διαβεβαιώνοντας πως δεν θα ξεπεράσει «τα τρία ως τέσσερα λεπτά του δολαρίου ανά γαλόνι».

Αλλά «θα έχει πολύ πιο βαθύ αντίκτυπο στη δυνατότητα της Ρωσίας να συνεχίσει να ενεργεί όπως το κάνει στη διεξαγωγή του πολέμου» που οδεύει να συμπληρώσει τρία χρόνια σε έναν μήνα και κάτι.

Σύμφωνα με τον ίδιο ο ρώσος ομόλογός του βρίσκεται σε «δύσκολη θέση» και δεν πρέπει να του δοθεί «καμιά ανάπαυλα», αυτό είναι «αληθινά σημαντικό».

Το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών επίσης διαβεβαίωσε πως τα έσοδα από το πετρέλαιο είναι «ζωτικής σημασίας για την πολεμική οικονομία της Ρωσίας» και εισέφεραν «περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου του προϋπολογισμού της Ρωσίας το 2023».

Το ότι μπαίνουν στο στόχαστρο οι πετρελαϊκές εταιρείες θα μειώσει αν δεν «εξαντλήσει» τα χρήματα που έχει στη διάθεσή του το Κρεμλίνο για να διεξάγει τον πόλεμο και «κάθε ρούβλι που αφαιρούμε από τα χέρια του Πούτιν θα συμβάλλει να σωθούν ζωές Ουκρανών», σχολίασε ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας Ντέιβιντ Λάμι.

Η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε επίσης σειρά κυρώσεων σε βάρος σχεδόν 200 δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν πετρέλαιο και μεθάνιο από τη Ρωσία, μέρος αυτού που περιγράφει με τον όρο «στόλος φάντασμα» της Μόσχας.

Κάποια από τα πλοία που μπήκαν στο στόχαστρο πλέουν υπό σημαία Μπαρμπάντος ή Παναμά.

Ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι χαιρέτισε τα αμερικανοβρετανικά μέτρα, που κατ’ αυτόν θα «καταφέρουν μεγάλο πλήγμα στα οικονομικά θεμέλια της ρωσικής πολεμικής μηχανής».

Πέρα από τις εταιρείες και τα πλοία, οι κυρώσεις βάζουν στο στόχαστρο ενδιάμεσους, πάροχους υπηρεσιών σε πετρελαιοπηγές, καθώς και πολιτικούς αξιωματούχους του κλάδου προσωπικά.

Προβλέπουν επίσης απαγόρευση της παροχής υπηρεσιών από αμερικανικές εταιρείες του τομέα σε εταιρείες της Ρωσίας που μπαίνουν στο στόχαστρο.

Τίθενται σε εφαρμογή την 27η Ιανουαρίου, διευκρίνισε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών. Ευρύτερα, οι ΗΠΑ αποκτούν τη δυνατότητα να προχωρούν στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος «οποιουδήποτε θέλει να έχει δραστηριότητα ή έχει δραστηριότητα» στον ρωσικό ενεργειακό τομέα, σημειώνεται στην ανακοίνωση.

Οι κυρώσεις προστίθενται σε ατελείωτη σειρά μέτρων που επιβάλλονται ήδη, ανάμεσά τους την επιβολή πλαφόν τιμής στο ρωσικό πετρέλαιο από τον Δεκέμβριο του 2022.

Εξάλλου η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε την 21η Νοεμβρίου νέες κυρώσεις σε περίπου πενήντα ρωσικά τραπεζικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της Gazprom Bank, μέτρο με σκοπό επίσης να στραγγαλιστούν τα έσοδα της Μόσχας από τις πωλήσεις υδρογονανθράκων.

Ερωτηθείς για την τύχη των κυρώσεων αφού αναλάβει η νέα κυβέρνηση, ανώτερος αμερικανός αξιωματούχος έκρινε πως είναι στο χέρι της να αποφασίσει, όπως και το ποιοι θα είναι οι όροι για την άρση τους. Υποστήριξε πως δίνουν «σημαντικό μοχλό» στην κυβέρνηση του κ. Τραμπ και στην Ουκρανία ώστε να διαπραγματευτούν «δίκαιη και διαρκή ειρήνη».

Οι κυρώσεις συνεπάγονται πάγωμα πόρων, άμεσων και έμμεσων, των εταιρειών που μπαίνουν στο στόχαστρο στην αμερικανική δικαιοδοσία. Απαγορεύουν επίσης σε εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ και σε αμερικανούς πολίτες να συναλλάσσονται με τους στόχους των κυρώσεων, με κίνδυνο να υποστούν με τη σειρά τους κυρώσεις σε τέτοια περίπτωση.

Η Μόσχα αντέδρασε καγχάζοντας. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ διαβεβαίωσε πως η Ρωσία είχε προετοιμαστεί γι’ αυτές ήδη προτού ανακοινωθούν και ότι η απερχόμενη κυβέρνηση βάλθηκε να αφήσει σε αυτή του κ. Τραμπ που θα αναλάβει τη μεθεπόμενη Δευτέρα τη «βαρύτερη δυνατή κληρονομιά».