Το 2024 αποτέλεσε τη χρονιά-σταθμό για την πυρηνική ενέργεια, με την τεχνολογία να κάνει ένα εντυπωσιακό comeback μετά από δεκαετίες αποεπένδυσης και καχυποψίας από κυβερνήσεις και πολίτες. Ιδιαίτερα κομβικός θεωρείται ο ρόλος των ψηφιακών τεχνολογιών, η ανάπτυξη των οποίων απαιτεί πρωτοφανή ενεργειακά φορτία, τα οποία δεν μπορούν να εγγυηθούν οι ΑΠΕ. Ως εκ τούτου, τόσο η Βόρεια Αμερική, όσο και η Ευρώπη, στρέφονται όλο και περισσότερο στην πυρηνική ενέργεια, ποντάροντας είτε στους παραδοσιακούς γιγάντιους αντιδραστήρες, είτε στην πειραματική τεχνολογία των μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMRs). Εντούτοις, όπως και οι περισσότερες κρίσιμες πρώτες ύλες, η εφοδιαστική αλυσίδα του ουρανίου είναι κάθε άλλο παρά ασφαλής.
Ένα από τα βασικά στοιχεία για την παραγωγή ενέργειας είναι η εξόρυξη και η επεξεργασία του ουρανίου, κάτι που απαιτείται για τη λειτουργία των περισσότερων συμβατικών αντιδραστήρων σχάσης. Όμως, οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν υπονομεύσει την ασφάλεια και των δύο φάσεων της εφοδιαστικής αλυσίδας. Στο επίπεδο της εξόρυξης, το Καζακστάν διατηρεί για πολλά χρόνια την πρώτη θέση, παράγοντας περισσότερο από το 40% παγκοσμίως. Ωστόσο, η κρατική επιχείρηση εξορύξεων, Kazatomprom, προειδοποίησε πρόσφατα πως οι στόχοι παραγωγής για το 2024 και το 2025 πιθανότατα δεν θα επιτευχθούν. Παράλληλα, η διεθνής ζήτηση για το ουράνιο βρίσκεται σε ανοδική τροχιά, με μεγάλες αγορές όπως η Κίνα και η Ρωσία, να αποτελούν σοβαρούς ανταγωνιστές για τις δυτικές αγορές.
Την ίδια στιγμή, ο μεγαλύτερος παίκτης στην Ευρώπη, δηλαδή η Γαλλία, αντιμετωπίζει όλο και περισσότερους πονοκεφάλους, καθώς οι εφοδιαστικές αλυσίδες που διέθετε στην Αφρική καταρρέουν μία προς μία. Αυτό συνδέεται με την άνοδο νέων καθεστώτων σε αρκετές από τις παλιές αποικίες της Γαλλίας, τα οποία διακόπτουν τη λειτουργία των ορυχείων ουρανίου και εκδιώκουν τις επιχειρηματικές, αλλά και στρατιωτικές δυνάμεις του Παρισιού από την περιοχή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νίγηρα, ο οποίος πρόσφατα έδιωξε τον γαλλικό κολοσσό Orano.
Οι χώρες προέλευσης του ουρανίου για τους μεγαλύτερους εμπλουτιστές. Πηγή: Thunder Said Energy.
Αντίστοιχα ανησυχητική είναι η εικόνα στο επίπεδο της επεξεργασίας. Η ρωσική Rosatom, συνεπώς η Ρωσία, ελέγχει περίπου το 40% της παγκόσμιας ισχύος εμπλουτισμού ουρανίου. Η βρετανική Urenco έπεται, έχοντας μονάδες εμπλουτισμού σε Ευρώπη και Αμερική. Η κινεζική CNNC είναι η τρίτη μεγαλύτερη εταιρεία στον κλάδο, καλύπτοντας την αυξανόμενη ζήτηση στην Κίνα. Ωστόσο, παρά τις επενδύσεις για την κατασκευή νέων μονάδων επεξεργασίας, οι δυτικές αγορές παραμένουν εν πολλοίς εξαρτώμενες από τις εισαγωγές ρωσικού εμπλουτισμένου ουρανίου. Για παράδειγμα, το 27% των εισαγωγών του καυσίμου στις ΗΠΑ για το 2023 προήλθε από τη Ρωσία, χάρη σε μία ειδική πρόβλεψη που προστάτευε τους Αμερικανούς αγοραστές από τις κυρώσεις κατά της Μόσχας. Όμως αυτή η “προστασία” θα λήξει το 2027, γεγονός που ήδη επηρεάζει τα μακροχρόνια συμβόλαια εφοδιασμού.
Με τις τιμές να έχουν εκτοξευθεί από τα 56 δολάρια ανά μονάδα που ήταν το 2022, στα 190 δολάρια σήμερα. Και αν η μειωμένη παραγωγή συνεχιστεί, οι τιμές πιθανότατα θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο. Καθίσταται σαφές πως οι δυτικές αγορές οφείλουν να ερευνήσουν εναλλακτικές διόδους για την εφοδιαστική αλυσίδα, ή να επενδύσουν σε αντιδραστήρες που δεν απαιτούν τη χρήση εμπλουτισμένου ουρανίου. Με την πυρηνική ενέργεια να διαφημίζεται ως η πλέον εγγυημένη πηγή ενέργειας την εποχή της ενεργειακής μετάβασης, οι δυτικές κυβερνήσεις πρέπει να αποφύγουν τα ίδια λάθη με εκείνα που διέπραξαν για την προμήθεια ορυκτών καυσίμων.