Κίνα: Στο Επίκεντρο του “Πράσινου Διλήμματος” της Δύσης

Κίνα: Στο Επίκεντρο του “Πράσινου Διλήμματος” της Δύσης
της Αρχοντίας Γ. Καλλιτέρη
Δευ, 13 Ιανουαρίου 2025 - 19:50

Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η ενίσχυση των υπερσυντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη προμηνύει τη δραματική επιβράδυνση των διαδικασιών της απανθρακοποίησης στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Η μεταστροφή αυτή αναπόφευκτα θα οδηγήσει στο άνοιγμα της ψαλίδας με την πραγματική ηγέτιδα της πράσινης μετάβασης, δηλαδή την Κίνα. Ωστόσο, ο εντεινόμενος ανταγωνισμός με την Κίνα σε συνδυασμό με την οπισθοχώρηση της κλιματικής ατζέντας στη Δύση απειλεί όχι απλώς τη θέση των κρατών αυτών στους κρίσιμους τομείς της πράσινης τεχνολογίας, αλλά και τις διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Υπάρχει ένα στοιχείο που δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς και αυτό είναι η παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της Κίνας στους τομείς που συνδέονται με την πράσινη μετάβαση. Παρά την ατυχή πρωτιά της ως ο μεγαλύτερος ρυπαντής, η Κίνα φρόντισε από νωρίς να επενδύσει στις πρώτες ύλες και τις τεχνολογίες αιχμής που θα πρωταγωνιστήσουν στις διαδικασίες για την απανθρακοποίηση. Επιδεικνύοντας εξαιρετικά οξύ πολιτικό ένστικτο, το Πεκίνο κατάφερε να διαμορφώσει μία ολιστική προσέγγιση, κυριαρχώντας τόσο στις εφοδιαστικές αλυσίδες, όσο και στην παραγωγή των τελικών προϊόντων.

Η βραδυπορία των δυτικών κυβερνήσεων και αγορών σε αυτούς τους τομείς— κυρίως εξαιτίας των ατέρμονων διαφωνιών για το κατά πόσο η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή είναι πραγματική και αν πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη διαχείριση των επιπτώσεών της— οδήγησε στην παταγώδη αποτυχία τους ως προς την ανάπτυξη αντίστοιχων πρωτοβουλιών. Αν και οι ηγεσίες υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην Ευρώπη και τον Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ, επιχείρησαν να ενδυναμώσουν τις εγχώριες πράσινες βιομηχανίες με νομοθετικά και οικονομικά κίνητρα, οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις και ο αναποτελεσματικός, όπως αποδείχθηκε, διάλογος με την κοινωνία θα επιβραδύνουν ακόμα περισσότερο τις όποιες προσπάθειες.

Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως η εμβληματική νομοθεσία Μπάιντεν, δηλαδή ο IRA, θεωρείται ιδιαίτερα επιτυχημένη σε οικονομικό επίπεδο, καθώς δημιούργησε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και έφερε τεράστιες επενδύσεις επί αμερικανικού εδάφους, κάτι που όμως δεν έλαβαν υπόψη οι Αμερικάνοι ψηφοφόροι.

Από την άλλη πλευρά, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον επιχειρούν να αναδείξουν τον πράσινο ανταγωνισμό με την Κίνα στην κορυφή των θεμάτων ασφαλείας, εξηγώντας πως η εξάρτηση από τις φθηνές κινεζικές εισαγωγές δεν απειλεί μόνο τις δυτικές επιχειρήσεις που δυσκολεύονται να αναπτύξουν τις αντίστοιχες οικονομίες κλίμακος, αλλά και την εθνική ασφάλεια των κρατών. Ως εκ τούτου, οι αρχές σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική έχουν ανοίξει διάφορες έρευνες, κατηγορώντας τις κινεζικές εταιρείες για πιθανές κυβερνοεπιθέσεις και άλλες μορφές του λεγόμενου «υβριδικού πολέμου». Η δυτική καχυποψία έναντι των κινεζικών προϊόντων μπορεί ενδεχομένως να έχει αποτρέψει κάποια σχετική επίθεση, έχει ωστόσο προκαλέσει και προβλήματα στις δυτικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν κινεζικές πράσινες εισαγωγές. Για παράδειγμα, η κατασκευή ενός υπεράκτιου αιολικού πάρκου από τη γερμανική Luxcara περιπλέχθηκε όταν το Βερολίνο ξεκίνησε έρευνα κατά της κινεζικής κατασκευάστριας ανεμογεννητριών Minyang.

Στην πραγματικότητα, οι δυτικές κυβερνήσεις φαίνονται να βρίσκονται μπροστά σε ένα δισεπίλυτο δίλημμα που δημιούργησαν οι ίδιες. Καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται όλο και έντονες ενώ η κοινωνική συναίνεση για την αντιμετώπιση του προβλήματος διχάζεται, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον καλούνται να αποφασίσουν αν θα νίψουν τας χείρας τους, επιλέγοντας τον στρουθοκαμηλισμό. Το μόνο σίγουρο είναι πως το Πεκίνο δεν θα καθυστερήσει τα δικά του σχέδια, κυριαρχώντας όλο και πιο αποφασιστικά στους πράσινους τομείς.