Με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο να είναι θέμα λίγων ημερών, το επιτελείο του ετοιμάζει μία σειρά σχεδίων για τα ανοικτά μέτωπα των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Σύμφωνα με στενούς συνεργάτες του Τραμπ, η στρατηγική που θα ακολουθηθεί προς τη Ρωσία, αλλά και τα όπλα εναντίον Ιράν και Βενεζουέλας βρίσκονται στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων.

Το μεγάλο δίλημμα για τη διακυβέρνηση Τραμπ είναι η στάση της Ουάσιγκτον προς τη Μόσχα. Σε γενικές γραμμές, ο Τραμπ αλλά και οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι δεν επιθυμούν πλήρη διατάραξη των σχέσεων με το Κρεμλίνο, καθώς πιστεύουν ότι η Κίνα αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τις ΗΠΑ. Παράλληλα, επιθυμούν ένα γρήγορο τέλος στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο ώστε αφενός να εξασφαλίσουν μία «διπλωματική επιτυχία» στην αρχή της θητείας τους και αφετέρου να αποφύγουν την αποστολή περαιτέρω οικονομικής βοήθειας προς το Κίεβο.

Η διακυβέρνηση Μπάιντεν είχε ακολουθήσει μία πολιτική κλιμακούμενης πίεσης προς τη Ρωσία, στοχοποιώντας κυρίως τις ενεργειακές εξαγωγές. Η απόφαση αυτή δεν στέρησε απλώς έσοδα από τη Ρωσία, αλλά επέτρεψε στις ΗΠΑ να αναδειχθούν στον μεγαλύτερο εξαγωγέα LNG και κρίσιμο παίκτη στις εξαγωγές πετρελαίου. Οι πιο πρόσφατες κυρώσεις Μπάιντεν κατά της Ρωσίας προκάλεσαν πανικό στις διεθνείς αγορές, σπρώχνοντας τις τιμές του αργού προς τα πάνω, και αναγκάζοντας Κινέζους και Ινδούς να ψάξουν εναλλακτικούς προμηθευτές πέρα από τη Ρωσία.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του επιτελείου του, ο Τραμπ έχει δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να συνεχίσει την αυστηρή στρατηγική Μπάιντεν, πιέζοντας ακόμα περισσότερο τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές. Η επιλογή αυτή έχει δύο πιθανά πλεονεκτήματα, πρώτον την κλιμάκωση των πιέσεων προς τη Ρωσία ώστε οι ΗΠΑ να έχουν ισχυρότερα διαπραγματευτικά εργαλεία στις επερχόμενες επαφές μεταξύ Τραμπ και Πούτιν και δεύτερον την περαιτέρω αμερικανική κυριαρχία στις διεθνείς αγορές ορυκτών καυσίμων. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος για ευρύτερη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, κάτι θετικό για τις αμερικανικές εταιρείες, αλλά αρνητικό για τους ψηφοφόρους του Τραμπ που περιμένουν άμεση πτώση του κόστους ζωής σύντομα.

Η δεύτερη επιλογή του Τραμπ είναι να αμβλύνει τη στάση των ΗΠΑ προς τη Ρωσία. Αυτό θα διευκόλυνε ενδεχομένως τις συζητήσεις μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων αξιωματούχων, ενώ θα μπορούσε να βελτιώσει τις διμερείς σχέσεις μακροπρόθεσμα, προκαλώντας ρήγματα στη συμμαχία Ρωσίας- Κίνας. Από την άλλη πλευρά, η όποια χαλάρωση των κυρώσεων κατά του ρωσικού πετρελαίου θα σήμαινε γρήγορη ανάκαμψη των ρωσικών εξαγωγών, οι οποίες είναι αρκετά φθηνότερες από τις αμερικανικές. Πέραν αυτού, δεδομένων των παλιότερων κατηγοριών εναντίον του Τραμπ για συνεργασία του με τους Ρώσους, οι κινήσεις του σε σχέση με το ουκρανικό, βρίσκονται στο μικροσκόπιο των αντιπάλων και των επικριτών του.

Ένα δεύτερο ζήτημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο Τραμπ είναι η πολιτική κατά του Ιράν και της Βενεζουέλας. Σε αντίθεση με τη Ρωσία, η διακομματική συναίνεση για αυτές τις δύο περιπτώσεις είναι πιθανότατα πιο εύκολη, εκτός αν ο Τραμπ στραφεί σε ακραίες λύσεις. Ήδη από την πρώτη θητεία του είχε υιοθετήσει μία σκληρή στάση έναντι Τεχεράνης και Καράκας, με τον απώτερο στόχο του ωστόσο να παραμένει ασαφής. Στο επιτελείο Τραμπ υπάρχουν και “γεράκια” που υποστηρίζουν την ανατροπή των δύο καθεστώτων και “περιστέρια” που δεν επιθυμούν την εμπλοκή σε νέους πολέμους.

Ο ίδιος ο Τραμπ εμφανίζεται πολύ πιο ανοιχτός στη χρήση βίας μετά την εκλογή του, όπως στην περίπτωση του Παναμά και της Γροιλανδίας, παρά την προεκλογική δέσμευσή του για το τέλος των πολέμων. Οι τιμές της ενέργειας απασχολούν και εδώ, καθώς οι δύο χώρες είναι μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου, αλλά και χρήστες του σκιώδους στόλου προκειμένου να παρακάμψουν τις αμερικανικές κυρώσεις. Η κατάσταση στη Βενεζουέλα περιπλέκεται από την παρουσία της αμερικανικής Chevron εκεί, έχοντας λάβει ειδική άδεια από την Ουάσιγκτον.

Σε κάθε περίπτωση, οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν από τον ίδιο τον Τραμπ. Παρόλο που έχει αποδείξει ότι μπορεί να αλλάξει γνώμη αν συζητήσει με συγκεκριμένους ανθρώπους που θεωρεί ως σημαντικούς συμμάχους ή υποστηρικτές του, έχει επίσης επιδείξει ότι δεν λαμβάνει απαραίτητα υπόψη τις προτάσεις των συμβούλων ή των υπουργών του. Αξέχαστη παραμένει η απόλυση του πρώην Υπουργού Εξωτερικών Ρεξ Τίλλερσον μέσω Twitter, με τον Τραμπ να δηλώνει πως ο λόγος της αλλαγής ήταν οι διαφωνίες μεταξύ των δύο αντρών. Ο νέος Υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, είναι μεν πολύ πιο έμπειρος πολιτικά, αλλά αποτελούσε και ένας από τους βασικούς αντιπάλους του Τραμπ το 2015, με τον μετέπειτα Πρόεδρο να μιμείται αστειευόμενος την αμηχανία του Γερουσιαστή από τη Φλόριντα.