Για δεύτερη συναπτή χρονιά συρρικνώθηκε η γερμανική οικονομία και οι προοπτικές για το 2025 είναι απαισιόδοξες, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση. Σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία, το ΑΕΠ της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης συρρικνώθηκε κατά 0,2% το 2024, έχοντας σημειώσει συρρίκνωση 0,3% το 2023. Πρόκειται μάλιστα για μόλις τη δεύτερη φορά που καταγράφεται διετής συρρίκνωση από το 1950.

Οι οικονομικές δυσκολίες της Γερμανίας είναι βέβαια κρίσιμο ζήτημα για τις επικείμενες εκλογές που προκηρύχθηκαν για τον Φεβρουάριο. Ο πήχυς για τη νέα κυβέρνηση έχει ήδη μπει ψηλά, καθώς θα κληθεί να εφαρμόσει περισσότερα μέτρα-καταλύτες για την ανάπτυξη της οικονομίας.

Σε αυτή τη φάση, οι αναλυτές δεν βλέπουν καμία εύκολη λύση στον ορίζοντα, αφού τα οικονομικά προβλήματα αναπτύσσονται σε πολλαπλά μέτωπα: από την ασθενή ζήτηση από το εξωτερικό, γεγονός το οποίο πλήττει ιδίως την αυτοκινητοβιομηχανία, και τον αντίκτυπο της ενεργειακής κρίσης, μέχρι την αποπνικτική γραφειοκρατία και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού σε ολόκληρη τη χώρα.

«Η Γερμανία διανύει με διαφορά τη μεγαλύτερη φάση στασιμότητας στη μεταπολεμική ιστορία», δήλωσε ο Τίμο Βολμερσάουσερ, επικεφαλής προβλέψεων στο οικονομικό ινστιτούτο Ifo. «Μένει επίσης αρκετά πίσω σε σύγκριση με τη διεθνή σκηνή», πρόσθεσε. Σημειώνεται ότι το Ifo αναμένει οριακή ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας το 2025, πέριξ του 0,4%. Η Γερμανία είναι η μοναδική οικονομία ανάμεσα στις χώρες του G7 που συρρικνώθηκε το 2023 και η πρώτη που δημοσίευσε τα στοιχεία για ολόκληρο το 2024. Οι προοπτικές για το 2025 είναι απαισιόδοξες, σύμφωνα με τις προβλέψεις των περισσότερων φορέων. Για παράδειγμα, η κεντρική τράπεζα της χώρας αναμένει ανάπτυξη μόλις 0,2% και σημειώνει ότι δεν έχει αποκλειστεί το ενδεχόμενο νέας ύφεσης φέτος, ιδίως αν ο Ντόναλντ Τραμπ υλοποιήσει τις προεκλογικές απειλές του για δασμούς στις εισαγωγές.

Η οικονομική διολίσθηση και ο τρόπος αντιμετώπισής της αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού τον περασμένο Νοέμβριο. Στις πρόωρες εκλογές του Φεβρουαρίου, ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς φαίνεται πως θα χάσει από τον αντίπαλό του Φρίντριχ Μερτς, τον πρόεδρο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος έχει δεσμευτεί για λιγότερες μεταρρυθμίσεις και χαμηλότερη φορολογία.

Σε κάθε περίπτωση, κρίσιμης σημασίας για την επόμενη κυβέρνηση θα είναι ο χειρισμός των συνταγματικών ορίων στον κρατικό δανεισμό και στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Το λεγόμενο «φρένο χρέους» και οι εξαιρετικά περιοριστικοί κανόνες που το συνοδεύουν είναι πιθανό να παραγκωνιστούν από τη νέα κυβέρνηση, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για περισσότερη ευελιξία στη χρηματοδότηση επενδύσεων, όπως σε υποδομές, ενέργεια και άμυνα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γερμανία δεν είναι η μοναδική ευρωπαϊκή οικονομία που δέχεται ισχυρές πιέσεις. Η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στο μπλοκ, παλεύει με δημοσιονομική και πολιτική αναστάτωση, που απαιτούν χρόνια αυστηρών μέτρων, και είναι πιθανό να επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της.

Αντιθέτως, στις θετικές εξελίξεις της Ευρώπης συγκαταλέγεται η στάση της ΕΚΤ, καθώς οι αξιωματούχοι φαίνεται πως θα συνεχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια και φέτος, έχοντας προχωρήσει ήδη σε τέσσερις μειώσεις το 2024.