Μία νέα εποχή για την οικονομία της Συρίας σχεδιάζει το μεταβατικό καθεστώς της χώρας, μία απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Σε χθεσινή δήλωσή του, ο Υπουργός Πετρελαίου της σημερινής κυβέρνησης ανακοίνωσε πως σύντομα θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες για τις αναλήψεις έργων

Όπως συνέβη και στη Λιβύη, ο πολυετής εμφύλιος και ο πολιτικός διαμελισμός της Συρίας οδήγησαν αναπόφευκτα στην κατάρρευση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων. Χαρακτηριστικά, το 2010, δηλαδή τη χρονιά πριν το ξέσπασμα των συγκρούσεων, τα κέρδη από τις εξαγωγές πετρελαίου προσέγγισαν το 25% των κυβερνητικών εσόδων. Ως εκ τούτου, η διάλυση του κλάδου κατά τα επόμενα χρόνια συνεισέφερε στη γενικότερη πολύπλευρη καταστροφή που βίωσαν οι Σύριοι.

Βλ. και την πρόσφατη ανάλυση του ΙΕΝΕ για τον ενεργειακό τομέα της Συρίας μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ.

Μολονότι η Συρία δεν φαίνεται να διαθέτει πλούσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων αντίστοιχου όγκου με γειτονικές χώρες, παρήγαγε περίπου 400.000 βαρέλια πετρελαίου ημερησίως το 2010. Ωστόσο, με την κλιμάκωση της βίας, η παραγωγή άρχισε να μειώνεται κατά 3,5% σε ετήσιο επίπεδο, φτάνοντας τα 25.000 bpdτο 2015κατά την κορύφωση της εκστρατείας εναντίον του ISIS, και τα 91.000 bpdτο 2023 όταν η κατάσταση φαινόταν να είχε ομαλοποιηθεί για το καθεστώς Assad. Εκτός του πολέμου, μία σειρά φυσικών καταστροφών και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τα δυτικά κράτη είχαν δυσχεράνει περαιτέρω τις εξαγωγές συριακού πετρελαίου.

Σύμφωνα με παλιότερες έρευνες, η περιοχή που θεωρητικά ελέγχει η μεταβατική κυβέρνηση διαθέτει πολλά περισσότερα κοιτάσματα φυσικού αερίου, με τα κοιτάσματα πετρελαίου να βρίσκονται προς τον βορρά, κοντά στα “σύνορα” με τις περιοχές που ελέγχουν οι κουρδικές δυνάμεις. Σε εκείνα τα εδάφη υπάρχουν αρκετά περισσότερα κοιτάσματα πετρελαίου, ειδικά κοντά στα σύνορα με το Ιράκ και την Τουρκία. Η ζώνη που επιθυμεί να ελέγχει η Τουρκία φιλοξενεί επίσης κάποια πετρελαϊκά πεδία.

Μολονότι τα έσοδα από την επανέναρξη της παραγωγής θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της Συρίας, δεν θα πρέπει να θεωρούνται μόνο ως πλεονέκτημα. Αντιθέτως, υπάρχουν μία σειρά ζητήματα, όπως το ποιος θα εγγυηθεί την ασφάλεια εκείνων των περιοχών, ειδικά όταν τα εμφύλια πάθη που οδήγησαν στη σύγκρουση δεν έχουν επιλυθεί αποτελεσματικά. Παράλληλα, οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές θα πρέπει να νιώθουν βέβαιοι πως τόσο οι φυσικοί πόροι θα κληθούν να αναπτύξουν, όσο και το ανθρώπινο δυναμικό που θα πρέπει να απασχολήσουν, θα είναι ασφαλή από τυχόν νέες πολιτικές ή διπλωματικές ανακατατάξεις.