“απειλών” του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με την αγορά καυσίμων, η ύπαρξη αποθεμάτων μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Μετά το ενεργειακό σοκ που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η ΕΕ είχε αποφασίσει ορθώς να δημιουργήσει τα δικά της αποθέματα φυσικού αερίου. Όπως προβλέπει το υπάρχον σύστημα, κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ οφείλει να αγοράσει συγκεκριμένες ποσότητες φυσικού αερίου που φυλάσσονται σε ειδικές υπόγειες υποδομές. Για το 2025, ο στόχος είναι τα αποθέματα του καυσίμου να φτάσουν το 90% μέχρι τον Νοέμβριο, με ενδιάμεσους στόχους για τον Φεβρουάριο, τον Μάιο, τον Ιούλιο, και τον Σεπτέμβριο. Η κοινοτική συμφωνία για την υποχρεωτική δημιουργία αποθεμάτων λήγει στο τέλος της χρονιάς.
Ωστόσο, σύμφωνα με διπλωμάτες που γνωρίζουν το θέμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σκοπεύει να προτείνει την επέκταση του μέτρου τουλάχιστον και για το 2026. Παρόμοια με πολλές άλλες αποφάσεις, η συνέχιση του μέτρου απαιτεί την έγκριση των κρατών-μελών, με ορισμένους να εκφράζουν ήδη ενδοιασμούς. Ένα πρώτο ζήτημα είναι η προσαρμογή των στόχων. Αυτό συνδέεται με το υπαρκτό πρόβλημα των συγκεκριμένων διοριών. Με τις διορίες αγοράς φυσικού αερίου να είναι συγκεκριμένες, οι τιμές του καυσίμου αυξάνονται εκ των προτέρων ώστε να εκμεταλλευθούν την άνοδο της ζήτησης.
Ένα άλλο ζήτημα είναι το υψηλό κόστος των αγορών που δύσκολα μπορεί να αποσβεστεί. Καθώς οι διαχειριστές αναγκάζονται να αγοράζουν φυσικό αέριο το οποίο μπορεί να μην χρησιμοποιήσουν άμεσα, το πώς θα καλύψουν την επένδυση αυτή παραμένει ασαφές. Στη Γερμανία εξετάζεται η δυνατότητα επιδοτήσεων προς τους διαχειριστές, αν και δεν έχουν ληφθεί οι τελικές αποφάσεις.
Επί του παρόντος, τα ευρωπαϊκά αποθέματα βρίσκονται περίπου στο 59%, καταγράφοντας ταχύτερη μείωση από άλλες χρονιές, αλλά χωρίς να έχουν πέσει στα επικίνδυνα επίπεδα του 2022. Παράλληλα, οι τιμές του φυσικού αερίου με παραδόσεις το ερχόμενο καλοκαίρι είναι πολύ πιο ακριβές από εκείνες για το ερχόμενο φθινόπωρο, ενώ κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το πώς θα εξελιχθούν οι τιμές μετά τις παρεμβάσεις Τραμπ.