Το Γεωπολιτικό Διακύβευμα της Ηλεκτρικής Διασύνδεσης Ελλάδος - Κύπρου

Το Γεωπολιτικό Διακύβευμα της Ηλεκτρικής Διασύνδεσης Ελλάδος - Κύπρου
του Κ.Ν. Σταμπολή
Δευ, 27 Ιανουαρίου 2025 - 10:43

Θα περίμενε κάποιος ότι, καθώς τελείωνε ο χρόνος που πέρασε, θα είχαν τακτοποιηθεί όλες οι ρυθμιστικές και αδειοδοτικές εκκρεμότητες που αφορούν τις κρίσιμες αποφάσεις για την κατασκευή και λειτουργία της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου. Ένα έργο τεράστιας εθνικής σημασίας που διαχειρίζεται ο ΑΔΜΗΕ. Όμως, το 2025 έμελλε να ξεκινήσει με σοβαρά κενά, όπως η μη έκδοση της πολυαναμενόμενης κοινής ρυθμιστικής απόφασης μεταξύ του Έλληνα και Κυπριακού Ενεργειακού Ρυθμιστή, ΡΑΑΕΥ και ΡΑΕΚ αντίστοιχα, αναφορικά με 

«την αναγνώριση δαπανών και τον προσδιορισμό ανάκτησης εσόδων για το 2025». Η συγκεκριμένη απόφαση θεωρείται κομβικής σημασίας για την πρόοδο του έργου, αφού αυτή καθορίζει τις επιλέξιμες δαπάνες και επηρεάζει άμεσα το επενδυτικό και χρηματοδοτικό μοντέλο ανάπτυξης του έργου.

Η ΡΑΕΚ εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει μέρος των δαπανών που έχει καταβάλει ο ΑΔΜΗΕ για την απόκτηση του έργου από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη καθώς και ορισμένες από τις τρέχουσες δαπάνες. Υπολογίζεται ότι μέχρι στιγμής ο ΑΔΜΗΕ έχει επενδύσει περί τα € 200 εκατ., τα οποία τα χρηματοδοτεί μέσω του cashflow του. Ένα σημαντικό μέρος αυτών των χρημάτων έχει κατευθυνθεί στην εταιρεία Nexans, η οποία ήδη κατασκευάζει το καλώδιο σε εργοστάσιά της στην Γαλλία και αλλού.

Πρόκειται για ένα καλώδιο συνολικού μήκους 1208 χλμ. το οποίο θα μεταφέρει ηλεκτρικά φορτία συνεχούς ρεύματος, ισχύος 1 GW. Όταν ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος του καλωδίου, θα ξεκινήσει η πόντισή του μεταξύ Κρήτης-Κύπρου, κάτι που δεν προβλέπεται πριν τις αρχές του 2026. Όμως, χωρίς την συνεχή και με μεγάλο επενδυτικό ρίσκο στήριξη του από τον ΑΔΜΗΕ, το έργο θα είχε προ πολλού παραπεμφθεί στις Ελληνικές Καλένδες και θα χανόταν οριστικά η εγκεκριμένη Ευρωπαϊκή επιδότηση των € 650 εκ., που αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 του συνολικού κόστους του.


Προκειμένου να εξασφαλίσει τα υπόλοιπα κεφάλαια για την μεγάλη αυτή επένδυση, ο ΑΔΜΗΕ έχει προσεγγίσει μεγάλες διεθνείς ενεργειακές εταιρείες και χρηματοδοτικούς ομίλους, όπως λ.χ. το γαλλικό Meridiam Fund, το οποίο σε πρώτη φάση προτίθεται να αποκτήσει ποσοστό μέχρι 49,9% της εταιρείας ειδικού σκοπού που έχει συστήσει ο ΑΔΜΗΕ, γνωστής ως Great Sea Interconnector (GSI). Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ΑΔΜΗΕ έχει εδώ και καιρό επιδιώξει την συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω φορέα που θα επιλέξει, στο μετοχικό κεφάλαιο του GSI.

Αλλά, παρά την διακηρυγμένη απόφαση και δέσμευση της Λευκωσίας για συμμετοχή της τελευταίας στον GSI, αίφνης προκύπτουν σοβαρά διαδικαστικά προβλήματα, όπως φάνηκε από την δήλωση του Κύπριου υπουργού ενέργειας, Γ. Παπαναστασίου, μετά την συνάντηση του στις 27/12 στην Αθήνα με τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θεόδωρου Σκυλακάκη. «Η Κυπριακή Δημοκρατία προτίθεται να συμμετάσχει, αφού προηγηθεί μελέτη δέουσας επιμέλειας (due diligence), με ποσό € 100 εκατ. στο μετοχικό κεφάλαιο της GSI, εταιρείας που θα αναλάβει την ιδιοκτησία της ηλεκτρικής διασύνδεσης», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο Κύπριος υπουργός. Στην συνέχεια διευκρίνισε, ότι «η κυβέρνηση δεσμεύεται να χορηγήσει οποιαδήποτε άδεια, έγκριση, εξουσιοδότηση απαιτείται για την υλοποίηση της ρυθμιστικής συμμόρφωσης, ώστε να καθίσταται ευχερής η πιστοποίηση του φορέα GSI ς ιδιοκτήτης της διασύνδεσης».

Θέτοντας, όμως, ως προϋπόθεση για συμμετοχή στο επενδυτικό κεφάλαιο την πιστοποίηση του έργου από την ΕΕ - διαδικασία που, όμως, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν 14 μήνες το ενωρίτερο - η Κυπριακή κυβέρνηση επιδιώκει, εμμέσως πλην σαφώς, να εκτροχιάσει το έργο αρνούμενη να συνεργαστεί αρμονικά με την Ελληνική κυβέρνηση και τον κύριο του έργου, που είναι ο ΑΔΜΗΕ. Με την αρνητική διάθεση της Λευκωσίας να γίνεται ακόμα πιο εμφανής, αφού η κυβέρνηση επικαλείται τώρα την αξιολόγηση του έργου από Αμερικανική δικηγορική εταιρεία (Curtis, Mallet-Prevost, Colt and Mosle LLP), βάσει της οποίας υποστηρίζει ότι η συμφωνία παραχώρησης (concession agreement) δεν προβλέπει ότι ο GSI είναι ο ιδιοκτήτης της υποδομής, και, ως εκ τούτου, έκρινε ότι η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια εταιρεία που δεν ελέγχει τα πάγια είναι ασύμφορη.

Σύμφωνα με καλά πληροφορημένους κύκλους στην Κυπριακή πρωτεύουσα, η απόφαση της κυβέρνησης Νίκου Χριστοδουλίδη να μην συμμετέχει ενεργά στο έργο έχει υπαγορευτεί από οικονομικούς παράγοντες του νησιού, οι οποίοι αισθάνονται ότι απειλούνται τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα με την παροχή, αύριο, επιπλέον ποσοτήτων ηλεκτρικών φορτίων στην Κύπρο. Επειδή η επιδιωκόμενη επένδυση από πλευράς Κυπριακής κυβέρνησης δεν καλύπτει ούτε το 4% της συνολικής επένδυσης, σύμφωνα με τεχνικούς κύκλους στην Αθήνα, η μη συμμετοχή της στο επενδυτικό κεφάλαιο δεν θεωρείται απαγορευτικός παράγοντας για την πρόοδο και την ολοκλήρωση της κατασκευής του.

Όσοι αντιτίθενται στο έργο αρνούνται να λάβουν υπόψη τους την τεράστια σημασία που έχει η ολοκλήρωση και λειτουργία του GSI, τόσο από γεωστρατηγική άποψη όσο και από πλευράς ενεργειακής ασφάλειας της ίδιας της Κύπρου. Όμως, εάν λάβουμε υπόψη τις γενικότερες και διαρκώς μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές συνθήκες στην Ανατ. Μεσόγειο, καθίσταται σαφές ότι, παρά τις παλινωδίες της Κυπριακής πλευράς, που στόχο έχουν την καθυστέρηση - αν όχι την ακύρωση του έργου - η ουσία του θέματος είναι ότι ο GSI αναβαθμίζει το γεωπολιτικό εκτόπισμα της Μεγαλονήσου, αφού μέσω της πόντισης του καλωδίου, που στη πράξη αποτελεί ένα μεγάλο ευρωπαϊκό έργο υποδομής στην Ελλαδική και Κυπριακή ΑΟΖ, απαντώνται άμεσα και σε πρακτικό επίπεδο οι αιτιάσεις της Τουρκίας κι οι απαιτήσεις της περί έγκρισης του έργου από την Άγκυρα. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (άρθρο 112 και άρθρο 79 παράγραφος 5), δεν απαιτείται να δοθεί ουδεμία άδεια από όμορη χώρα, και την μόνη υποχρέωση που έχουν Ελλάδα και Κύπρος είναι η απλή ενημέρωση της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας της Τουρκίας για την διαδρομή που θα ακολουθήσει η πόντιση του καλωδίου.

Θα πρέπει ακόμα να αναφερθεί ότι η συγκεκριμένη ηλεκτρική διασύνδεση έρχεται αφενός να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της Μεγαλονήσου (που, ουσιαστικά, παραμένει ενεργειακά απομονωμένη) και αφετέρου να ενώσει το Ευρωπαϊκό ηλεκτρικό δίκτυο, μέσω Ελλάδος, με αυτό του Ισραήλ, δημιουργώντας έτσι την πρώτη απευθείας ενεργειακή γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Γι’ αυτό και η αρχική ονομασία του έργου ήταν Eurasia Interconnector. Με την Ελλάδα, μέσω του GSI αλλά και άλλων μεγάλων διασυνδέσεων που έχουν προχωρήσει μέσω του ΑΔΜΗΕ, όπως αυτή της Αττικής-Κρήτης, της Δωδεκανήσου και του Green Aegean Interconnector, μέσω Αδριατικής, να αναδεικνύεται ως ο βασικός ηλεκτρικός διάδρομος της Νότιας Ευρώπης. Υπό αυτή την έννοια, ο GIS θεωρείται ένα ενεργειακό έργο κλειδί στην δημιουργία αυτού που αποκαλούμε world wid eelectricity grid, δηλ. τον παγκόσμιο ηλεκτρικό ιστό.

Στο πλαίσιο αυτό, ο GSI έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία αφού σηματοδοτεί το ενεργειακό άνοιγμα της Ευρώπης, μέσω Ελλάδας -Κύπρου, προς ανατολάς. Η δυνατότητα ανταλλαγής ηλεκτρικής ενέργειας ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια των δύο πλευρών ενώ, παράλληλα, ανοίγει τον δρόμο για την κατασκευή νέων μεγάλων έργων ΑΠΕ, υδρογόνου  και όχι μόνο. Τέλος, δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε  ότι το έργο του GSI αποτελεί ένα είδος crash test για την δυνατότητα Ελλάδας-Κύπρου να ασκήσουν κυριαρχικά δικαιώματα εντός της ΑΟΖ τους, κάτι που δεν είναι αυτονόητο, εάν λάβουμε υπόψη μας το επεισόδιο στην Κάσο το καλοκαίρι του 2024 και την παρεμπόδιση της Κύπρου, επανειλημμένα από την Τουρκία, να διεξάγει ερευνητικές γεωτρήσεις σε συγκεκριμένες τοποθεσίες εντός της ΑΟΖ της.