τουλάχιστον θα αποτελέσουν τη δυσκολότερη δοκιμασία. Και οι υποψίες τους δεν είναι αβάσιμες.
Ο Τραμπ δεν εξασφάλισε απλώς την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, αλλά μετέτρεψε το ζήτημα της πράσινης μετάβασης σε κομβικό σημείο πίεσης για τους αντιπάλους του. Από την πρώτη ημέρα της επιστροφής του, φρόντισε να υλοποιήσει αρκετές από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του, ακυρώνοντας πολλούς από τους κλιματικούς κανονισμούς της διακυβέρνησης Μπάιντεν και προωθώντας την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των ορυκτών καυσίμων. Παράλληλα, ο Τραμπ έχει μαζί του ένα φαινομενικά υπάκουο Κογκρέσο, αλλά και πολλά από τα ομοσπονδιακά και πολιτειακά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Ωστόσο, όπως εξηγούν αρκετοί αναλυτές, η κυριαρχία του Τραμπ δεν πρέπει να θεωρείται αδιαμφισβήτητη.
Ο Πολ Σάμπιν, Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, εντοπίζει πολλά κοινά μεταξύ των προεδρικών διπόλων Κάρτερ-Ρίγκαν και Μπάιντεν-Τραμπ. Μολονότι ο Μπάιντεν είναι πολύ πιο ηλικιωμένος και καταπονημένος ώστε να καταφέρει να αλλάξει την εικόνα του όπως κατάφερε να κάνει ο Κάρτερ μέσω της φιλανθρωπίας του, οι δύο άντρες είχαν παρόμοια πορεία: Ανέλαβαν την προεδρία σε μία δύσκολη περίοδο για τον θεσμό, αντιμετώπισαν βαθιές εξωτερικές κρίσεις, και υπέφεραν από τον πληθωρισμό. Στο θέμα της ενέργειας, και ο Κάρτερ και ο Μπάιντεν επιχείρησαν να προωθήσουν πιο καθαρές μορφές ενέργειας, γνωρίζοντας αφενός ότι η κλιματική αλλαγή αποτελούσε κίνδυνο, και αφετέρου ότι η εξάρτηση των ΗΠΑ από τα ορυκτά καύσιμα υπονόμευε την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Και οι δύο όμως αναγνώριζαν πως με τα δεδομένα της εποχής τους, οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να απεξαρτηθούν εντελώς από τους υδρογονάνθρακες. Ο Μπάιντεν μάλιστα κατάφερε να αναδείξει εκ νέου την Ουάσιγκτον σε διεθνή κυρίαρχο στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Από την άλλη πλευρά, οι Ρίγκαν και Τραμπ έφτασαν στον Λευκό Οίκο με μία αποστολή, την κατάργηση όσων έκαναν οι προκάτοχοί τους. Εξάλλου πρόκειται για δύο ένθερμους υποστηρικτές της απορρύθμισης σε όλους τους τομείς, που δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν την προσωπική πολιτική τους ισχύ ως ιδιαίτερα λαοφιλείς στους ψηφοφόρους προκειμένου να πιέσουν προς την εφαρμογή των νομοθετικών πρωτοβουλιών τους. Ένα άλλο κοινό είναι η ρητορική τους για ένα «μικρό ομοσπονδιακό κράτος», το οποίο θα αφήνει την αγορά ελεύθερη. Αυτή η ρητορική όμως δεν μετουσιώνεται απαραίτητα σε πρακτική. Και ο Ρίγκαν και ο Τραμπ χαρακτηρίζονται από την προθυμία τους να αξιοποιήσουν το βάρος τους ως Πρόεδροι των ΗΠΑ προκειμένου να οδηγήσουν τις αγορές εκεί που επιθυμούν. Αυτό φαίνεται από τους χειρισμούς τους στο θέμα του διεθνούς εμπορίου. Ο Ρίγκαν πίεσε τους στενότερους εταίρους-συμμάχους της Αμερικής, όπως η Δυτική Γερμανία και η Ιαπωνία να παρέμβουν στις αγορές τους ώστε η αξία του δολαρίου να μειωθεί έναντι των άλλων νομισμάτων και να ενισχυθούν οι αμερικανικές αγορές. Ο Τραμπ δεν έχει απλώς απειλήσει να επιβάλει δασμούς κατά συμμάχων και ανταγωνιστών, αλλά βρίσκεται μπροστά σε ένα παρόμοιο δίλημμα: Η αξία του δολαρίου έχει αυξηθεί τόσο πολύ έναντι των άλλων νομισμάτων, καθιστώντας τις αμερικανικές εξαγωγές ασύμφορες. Το αν θα προχωρήσει σε μία αντίστοιχη τακτική με εκείνη του Ρίγκαν μένει να αποδειχθεί.
Όσον αφορά το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, Ρίγκαν και Τραμπ έχουν ακόμα ένα κοινό. Η ρητή άρνησή τους να αναγνωρίσουν το πρόβλημα, αλλά και η υπονόμευσή τους προς τις καθαρές μορφές ενέργειας βοηθά να συσπειρώσει την απέναντι πλευρά. Πράγματι, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις είχαν κάθε λόγο να ενοχλούνται κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, καθώς η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων βίωσε μία νέα χρυσή εποχή. Εντούτοις, οι επιθέσεις τους εναντίον της πολιτικής του Λευκού Οίκου ήταν αναγκαστικά συγκρατημένες, γνωρίζοντας πως ο Μπάιντεν ήταν «το μη χείρον βέλτιστον». Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει για τον Τραμπ, ο οποίος είναι «το χειρότερο σενάριο» για τους περιβαλλοντικούς ακτιβιστές. Ως εκ τούτου, οι οργανώσεις αυτές έχουν κάθε κίνητρο να ενεργοποιηθούν, προχωρώντας σε δικαστικές διαμάχες με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ενώ μπορούν να αξιοποιήσουν την άκαμπτη στάση του Προέδρου ώστε να φέρουν πολλούς περισσότερους υποστηρικτές στις τάξεις τους.
Από οικονομικής πλευράς, η στάση του Τραμπ μπορεί να αποδειχθεί εξίσου αναποτελεσματική. Αν και ο Τραμπ έχει δώσει το πράσινο φως στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων προκειμένου να επιταχύνουν τις επενδύσεις τους σε νέες εξορύξεις και υποδομές, η λογική της αγοράς μπορεί να μην συμφωνεί με τα σχέδιά του. Εξάλλου, οι εταιρείες αυτές έχουν ως βασικό σκοπό το κέρδος, και ειδικά το κέρδος των μετόχων τους, επομένως δεν έχουν ουσιαστικά κίνητρα να ξοδέψουν εκατοντάδες εκατομμύρια ώστε να αυξήσουν την παραγωγή καυσίμων, κάτι που θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην πτώση των τιμών. Όσο για τις πράσινες επενδύσεις, αν και ο Τραμπ έχει υποσχεθεί να ξηλώσει την κινητήρια δύναμη πίσω από την πρόσφατη εκτίναξη της σχετικής ανάπτυξης, δηλαδή τον IRA, οι μεγαλύτεροι χαμένοι θα είναι οι παραδοσιακά Ρεπουμπλικανικές πολιτείες και κομητείες όπου έχουν καταλήξει τα περισσότερα κεφάλαια. Αντίστοιχα, η μείωση των επιτοκίων που έχει απαιτήσει ο Τραμπ από την ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, θα επιτρέψει στις πράσινες επιχειρήσεις να εξασφαλίσουν φθηνότερο δανεισμό και χρηματοδότηση. Βέβαια, η πολιτική Τραμπ δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα: Η πίεση του Τραμπ ώστε οι ΗΠΑ να εγκαταλείψουν την πράσινη μετάβαση θα επιτρέψει στην Κίνα να “κλειδώσει” την πρωτοκαθεδρία που ήδη κατέχει. Ως εκ τούτου, όπως η απορρύθμιση των δυτικών αγορών που προώθησε ο Ρίγκαν βοήθησε την Κίνα να προσελκύσει επενδύσεις, έτσι και η πολιτική του Τραμπ μπορεί να βοηθήσει την Κίνα να περάσει στο επόμενο επίπεδο ανάπτυξης, μετά τον βιομηχανικό κορεσμό.