το ενεργειακό κόστος όταν δεν λειτουργούν. Ωστόσο, η τοποθέτηση των μπαταριών οφείλει να καθοριστεί με σοβαρά κριτήρια, καθώς η προσφορά και η ζήτηση ενέργειας διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή.
Οι πολύπλοκες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί από την είσοδο των ΑΠΕ στο σύστημα σημαίνουν πως η προσθήκη των μπαταριών αναγκαστικά θα λάβει υπόψη μία σειρά παραγόντων ώστε να αμβλύνει το πρόβλημα, αντί να το οξύνει. Για παράδειγμα, όπως δήλωσε ο μεγαλύτερος διαχειριστής του γερμανικού δικτύου, Tennet Holding, οι μπαταρίες πρέπει να τοποθετηθούν στον νότο της χώρας, εκεί που καταγράφεται η υψηλότερη ζήτηση λόγω της βιομηχανικής ζήτησης. Αντιθέτως, οι μπαταρίες πρέπει να αποφευχθούν στον βορρά, όπου βρίσκονται οι μεγαλύτερες αιολικές υποδομές.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να φαίνεται αντιφατική, καθώς ιδανικά οι μπαταρίες θα έπρεπε να τοποθετηθούν στις μονάδες ΑΠΕ που υπερπαράγουν ώστε αποθηκεύουν την πλεονάζουσα ενέργεια. Εντούτοις, αν οι μπαταρίες τοποθετηθούν σε υποσυστήματα του δικτύου όπου υπάρχει ήδη περίσσια παραγωγή από άλλες υποδομές, τότε τα τοπικά δίκτυα θα κινδυνεύουν με κατάρρευση κάθε φορά λειτουργούν ταυτόχρονα οι μπαταρίες της μίας ΑΠΕ, για παράδειγμα τα φωτοβολταϊκά πάρκα, και η άλλη ΑΠΕ, για παράδειγμα τα αιολικά πάρκα. Ως εκ τούτου, ένα μεγάλο μέρος της παραγόμενης ενέργειας θα συνεχίσει να χάνεται, ρίχνοντας τις τιμές σε προβληματικά επίπεδα κατά τις ώρες αιχμής.
Οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν πως βρίσκονται σε συζητήσεις με τους διαχειριστές του δικτύου ώστε να καταλήξουν στον πιο αποδοτικό σχεδιασμό. Από την πλευρά τους, οι επενδυτές έχουν πέσει ξανά θύματα της υπεραισιοδοξίας τους, με 226 GW μπαταριών να διεκδικούν σύνδεση στο δίκτυο, ενώ οι πραγματικές ανάγκες δεν ξεπερνούν 54 GW. Οι εξελίξεις αυτές στη Γερμανία οφείλουν να προβληματίσουν και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές, πολλές από τις οποίες ήδη αντιμετωπίζουν ζητήματα κορεσμού στις ΑΠΕ. Καθώς οι πολιτικές ηγεσίες στρέφονται στα έργα αποθήκευσης, οι διαχειριστές πρέπει να επιδείξουν μεγάλη προσοχή στις ρεαλιστικές ανάγκες των δικτύων.