τους στόχους της, η Μέση Ανατολή μπορεί να αναδειχθεί στον δεύτερο μεγαλύτερο παίκτη μετά την Κίνα.
Πριν από λίγες ημέρες, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα φιλοξένησαν την Abu Dhabi Sustainability Week, προσελκύοντας δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες και ανθρώπους της αγοράς από 170 διαφορετικές χώρες. Μολονότι οι Εμιριτιανοί έχουν εμπειρία στις εντυπωσιακές εκδηλώσεις, αυτή τη φορά κατάφεραν να τραβήξουν την προσοχή για ακόμα έναν λόγο. Η Masdar, ο επενδυτικός βραχίονας της ADNOCπου εξειδικεύεται στις πράσινες επενδύσεις, ανακοίνωσε την κατασκευή μίας νέα ενεργειακής υποδομής που θα περιλαμβάνει παραγωγή 5,2 GWηλιακής ενέργειας και αποθήκευση 19 GWh, με κόστος τα 6 δισεκατομμύρια δολάρια. Όταν αρχίσει να λειτουργεί σε δύο περίπου χρόνια, η μονάδα θα είναι η μεγαλύτερη του είδους της σε διεθνές επίπεδο, ενώ θα μπορεί να παρέχει 1 GW συνεχούς ισχύος σε 700.000 νοικοκυριά.
Οι Εμιριτιανοί δεν είναι οι μόνοι στην περιοχή που αρχίσουν να ασχολούνται σοβαρά με τις ΑΠΕ. Η Σαουδική Αραβία πρόσφατα ανακοίνωσε μία σειρά επενδύσεων στην παραγωγή λιθίου, μίας πρώτης ύλης που επί του παρόντος κινείται σε χαμηλές τιμές, αλλά αναμένεται να εκτιναχθεί μέσα στα επόμενα χρόνια χάρη στην αυξανόμενη ζήτηση από παραγωγούς μπαταριών και άλλων πράσινων τεχνολογιών. Η Σαουδική Αραβία, η οποία έχει αξιοσημείωτη εμπειρία στον κλάδο των εξορύξεων, σχεδιάζει να κατασκευάσει τουλάχιστον δύο μονάδες επεξεργασίας λιθίου, σκοπεύοντας να το αποσπάσει από τις άλμες που προκύπτουν από την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Πέραν αυτού, η Σαουδική Αραβία στοχεύει να παράγει το 50% της ενέργειάς της από ΑΠΕ μέχρι το 2030.
Σε αντίθεση με άλλες μεγάλες αγορές, η πράσινη μετάβαση δεν αποτελεί προτεραιότητα για τα κράτη της Μέσης Ανατολής. Αντιθέτως, οι ηγεσίες σκοπεύουν να αυξήσουν την παραγωγή ορυκτών καυσίμων μέσα στα επόμενα χρόνια, παρά τις εκτιμήσεις για μειούμενη ζήτηση. Το βασικό διακύβευμα για αυτές τις αγορές είναι η μείωση της εγχώριας χρήσης υδρογονανθράκων που θα απελευθερώσει μεγαλύτερες ποσότητες προς εξαγωγή. Εξάλλου, τα κράτη αυτά διαθέτουν ορισμένα ασυναγώνιστα πλεονεκτήματα που θα συνεισφέρουν στην παραγωγή των ΑΠΕ.
Το πρώτο είναι η θέση και η γεωμορφολογία τους, που τους επιτρέπουν την κατασκευή μεγάλων μονάδων, ειδικά ηλιακής ενέργειας, που θα υπολειτουργούν λόγω καιρικών συνθηκών πολύ σπάνια. Το δεύτερο είναι τα πλεονάζοντα κεφάλαια που διαθέτουν και που μπορούν να χρηματοδοτήσουν αυτά τα έργα άμεσα, χωρίς να απαιτούν τις “θυσίες” που καταγράφονται σε άλλες αγορές, όπως η Ευρώπη. Παράλληλα, όπως έχει αποδειχθεί, η στρατηγική ανάπτυξη ΑΠΕ σημαίνει χαμηλότερο κόστος ενέργειας για τους καταναλωτές. Σε επιχειρηματικό επίπεδο, η παρουσία των ΑΠΕ μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες άλλες επενδύσεις, όπως την παραγωγή πράσινου υδρογόνου, ή την κατασκευή πράσινων ψηφιακών υποδομών, δύο κλάδους που σίγουρα ενδιαφέρουν τις κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, υπάρχει και ένα σημείο που χρήζει προσοχής: Τα δίκτυα της περιοχής απαιτούν αντίστοιχη αναβάθμιση, καθώς δεν έχουν τις απαραίτητες προδιαγραφές για μαζική είσοδο ΑΠΕ στο σύστημα— ένα πρόβλημα που ήδη ταλανίζει τις πιο ώριμες αγορές.
Η στροφή των πλούσιων κρατών της περιοχής προς τις πράσινες επενδύσεις έχει ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο. Οι ηγέτες του χώρου, οι Κινέζοι, έχουν ήδη κάνει αισθητή την παρουσία τους στα διάφορα επενδυτικά fora, έχοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της ταχύτητας και του κόστους. Από την πλευρά τους, οι αμερικανικές επιχειρήσεις βλέπουν μία ευκαιρία επέκτασης, καθώς οι προοπτικές τους εντός ΗΠΑ συρρικνώνονται μετά την εκλογή Τραμπ. Δεδομένου ότι η Μέση Ανατολή έχει πλέον την ταχύτερη ανάπτυξη ισχύος ΑΠΕ μετά την Κίνα, οι ξένες εταιρείες έχουν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για αυτά τα έργα.