Για ακόμα μία φορά, η Γερμανία προσπαθεί να αποποιηθεί τις ευθύνες της για το τρέχον ενεργειακό αδιέξοδο που βιώνει η Ευρώπη, υποβαθμίζοντας τις εισαγωγές ρωσικού LNG που πραγματοποιεί. Μία νέα ανεξάρτητη έκθεση αναδεικνύει το πώς οι γερμανικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να εισάγουν αυξανόμενες ποσότητες ρωσικού ΥΦΑ

μέσω των τερματικών σταθμών άλλων ευρωπαϊκών κρατών, βαφτίζοντάς το σε «ευρωπαϊκής προέλευσης». Η πρακτική αυτή αναδεικνύει την υποκριτική, κατά πολλούς, στάση του Βερολίνου, το οποίο από τη μία πιέζει τα υπόλοιπα κράτη-μέλη για αυστηροποίηση των μέτρων εναντίον της Ρωσίας, ενώ από την άλλη χρηματοδοτεί εμμέσως τα ρωσικά πολεμικά ταμεία.

Μία νέα έκθεση που δημοσιεύθηκε με τη συνεργασία βελγικών, γερμανικών, και ουκρανικών ΜΚΟ, φέρνει στο φως το πώς η Γερμανία εκμεταλλεύεται τις ευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές ώστε να συνεχίσει να εισάγει ρωσικό ΥΦΑ. Επισήμως, η γερμανική κυβέρνηση έχει απαγορεύσει την άφιξη φορτίων ρωσικού LNG στους τερματικούς σταθμούς που διαχειρίζεται το ομοσπονδιακό κράτος από τον περασμένο Νοέμβριο. Ωστόσο, οι γερμανικές εταιρείες μπορούν να αγοράζουν ρωσικό φυσικό αέριο μέσω των διασυνδέσεων με τα υπόλοιπα κράτη της δυτικής Ευρώπης. Αυτό συμβαίνει γιατί από τη στιγμή που ένα φορτίο ΥΦΑ επαναεριοποιηθεί και διοχετευθεί στους αγωγούς που μεταφέρουν το καύσιμο από άκρη σε άκρη της ηπείρου, κανείς δεν μπορεί να εξακριβώσει από πού ακριβώς προέρχονται αυτές οι ποσότητες. Για παράδειγμα, οι Γερμανοί αγοραστές μπορούν να εισάγουν ρωσικό φυσικό αέριο το οποίο βαφτίζουν ως «βελγικό» στις επίσημες καταγραφές τους, παρά το γεγονός ότι το Βέλγιο δεν έχει δική του παραγωγή.

Από τη δική τους πλευρά, τα κράτη που υποδέχονται τα ρωσικά υγραεριοφόρα στους τερματικούς σταθμούς τους, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, και η Ισπανία, αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες αυτών των εισαγωγών με τη δικαιολογία πως αυτές οι ποσότητες δεν καταναλώνονται εγχώρια. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένα «γαϊτανάκι ευθυνών» για το ποιος τελικά συνεχίζει να αγοράζει ρωσικά καύσιμα. Σε γενικές γραμμές πάντως, τα θαλάσσια φορτία ρωσικού φυσικού αερίου έφτασαν επίπεδα ρεκόρ για το 2024, παρά τη ρητορική επιμονή των ευρωπαϊκών ηγεσιών για απεξάρτηση από τα ρωσικά ενεργειακά προϊόντα. Υπενθυμίζεται πως οι Βρυξέλλες αρνήθηκαν να επέμβουν στις διαπραγματεύσεις για τη συνέχιση της διαμετακόμισης ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, κάτι που οδήγησε σε άνοδο τιμών για τις αγορές της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Αντιθέτως, μόνο η γερμανική Sefe αγόρασε 58 φορτία ρωσικού LNG μέσω του γαλλικού τερματικού της Δουνκέρκης για το 2024.

Καθώς η Ευρώπη συνεχίζει να κινείται με διαφορετικές ταχύτητες στο θέμα των ρωσικών καυσίμων, οι κυβερνήσεις οφείλουν να θέσουν σοβαρά ερωτήματα για την προσέγγιση που έχει ακολουθηθεί. Πλέον θεωρείται δεδομένο ότι οι ευρωπαίοι αγοραστές θα εισάγουν πολύ περισσότερο αμερικανικό ΥΦΑ προκειμένου να αποφύγουν τους δασμούς Τραμπ. Αξίζει όμως να συζητηθεί το τι θα συμβεί μετά την παύση των συγκρούσεων που δρομολογείται στην Ουκρανία. Μολονότι η Ρωσία δύσκολα θα ξαναγίνει ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου της Ευρώπης, οι ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν κατά πόσο οι θυσίες τους κατά την περίοδο της ενεργειακής κρίσης έπιασαν τόπο ή αν το σχέδιο απαγκίστρωσης από τα ρωσικά καύσιμα θα ακυρωθεί μόλις σταματήσει ο πόλεμος.