Η στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας αφήνει ολοένα και βαθύτερα τα ίχνη της: Ο αριθμός των ανέργων στη Γερμανία ανήλθε τον Ιανουάριο σε σχεδόν τρία εκατομμύρια. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο ανεργίας εδώ και σχεδόν 10 χρόνια.
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Απασχόλησης (BA) κατέγραψε 2.993.000 εκατομμύρια ανέργους αυτόν τον μήνα- 186.000 περισσότεροι από τον Δεκέμβριο. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στο 6,4%.
Για την ιστορία, τελευταία φορά που ο αριθμός των ανέργων ήταν στα ίδια υψηλά επίπεδα, ήταν τον Φεβρουάριο του 2015, όταν είχε φτάσει τα 3.017.000.
Λιγότερο από τέσσερις εβδομάδες πριν από τις πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές, οι οικονομικές προβλέψεις παραμένουν ζοφερές.
Μετά από δύο συνεχόμενα χρόνια συρρίκνωσης, η Γερμανία κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με άλλη μία χρονιά ύφεσης. Ενώ το φθινόπωρο το υπουργείο Οικονομικών ανέμενε ανάπτυξη 1,1% για το τρέχον έτος, τώρα έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω αυτήν την πρόβλεψη σημαντικά προς τα κάτω την πρόβλεψη, κάνοντας λόγο για αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 0,3%. Αλλά οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν αυτό το ποσοστό, πολύ αισιόδοξο. Και αυτό γιατί τα άσχημα νέα συνοδεύονται από ακόμη χειρότερες μελλοντικές προοπτικές: την απειλή τιμωρητικών δασμών από τις ΗΠΑ και το γεγονός ότι ην κινεζική οικονομία αγοράζει όλο και λιγότερα γερμανικά προϊόντα.
Μείωση του βιοτικού επιπέδου
Αυτή η σκοτεινή πραγματικότητα για τη γερμανική οικονομία, αντανακλάται στη μείωση του βιοτικού επιπέδου που υπέστησαν οι Γερμανοί –κάτι πρακτικά πρωτοφανές σε καιρό ειρήνης.Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γερμανίας έχει μειωθεί σχεδόν κατά μια…δεκαετία.
Τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat αποκαλύπτουν ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα των Γερμανών μειώθηκε το 2024 στα 36.130 ευρώ – επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί από το 2016 , με εξαίρεση το 2020 με την έκρηξη της πανδημίας.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συνθέτουν αυτό το είδος τέλειας καταιγίδας στη γερμανική οικονομία. Η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας μειώθηκε κατά 15% από το 2018 και ο συνολικός αριθμός των ατόμων που απασχολούνται στον μεταποιητικό τομέα μειώθηκε κατά 3%. Οι εταιρείες μετάλλου και ηλεκτρικών ειδών, αναμένεται να απολύσουν έως και 300.000 εργαζομένους τα επόμενα πέντε χρόνια, σύμφωνα με τον Στέφαν Βολφ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Καινοτομίας και Τεχνολογίας (IIT) του Βερολίνου.
«Η αποβιομηχάνιση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη», λέει ο Βολφ, προσθέτοντας ότι περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια ευρώ σε επενδυτικά κεφάλαια έχουν εγκαταλείψει τη Γερμανία από το 2021.
Η έκρηξη των τιμών της ενέργειας που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία είχε σημαντικό αντίκτυπο στην τοπική βιομηχανία. «Η ενεργειακή κρίση έπληξε ιδιαίτερα τη Γερμανία, καθώς εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό αέριο. Ως εκ τούτου, είναι φυσικό η αύξηση των τιμών της ενέργειας να έχει μεγαλύτερη επίδραση στη Γερμανία από ό,τι σε άλλες χώρες», αναφέρει η Goldman Sachs.
«Εκθεση» στην Κίνα
Η Γερμανία ως εξαγωγική δύναμη ήταν πολύ εκτεθειμένη στην Κίνα, αλλά τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη εκεί έχει επιβραδυνθεί. Ετσι η Γερμανία πούλησε λιγότερα αγαθά στην Κίνα», τονίζουν οι αναλυτές της Goldman.
Επιπλέον, με την πάροδο του χρόνου, η Κίνα έχει γίνει ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της Γερμανίας. «Ειδικά τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια, η Κίνα παράγει πλέον προϊόντα που μοιάζουν περισσότερο με αυτά που παράγονται από τη Γερμανία και έχει κερδίσει σημαντικό μερίδιο αγοράς, ιδιαίτερα σε τομείς όπου η Γερμανία αντιμετωπίζει μεγάλες αυξήσεις κόστους»
«Σήμερα, η οικονομία της Κίνας αναπτύσσεται με αργότερο ρυθμό και ο παγκόσμιος όγκος εμπορίου έχει μείνει στάσιμος, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Χωρίς ταχέως αναπτυσσόμενες εξαγωγικές αγορές, το γερμανικό μοντέλο είναι «νεκρό», λέει ο Γιάκομπ Κίκεργκαρντ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Peterson for International Economics.
Και έρχονται και οι δασμοί του Τραμπ
Το γερμανικό εξαγωγικό μοντέλο θα μπορούσε ακόμη και να «πεθάνει», αν υλοποιηθούν οι απειλές που έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να «κάψει» τη γερμανική «μηχανή». Οι εξαγωγές στις ΗΠΑ είναι το 10% του συνόλου και αντιπροσωπεύουν το 3,8% του Γερμανικού ΑΕΠ. «Η Κίνα δεν οδηγεί πλέον την ανάπτυξη της Γερμανίας και αν και οι ΗΠΑ επιβάλουν προστατευτικά μέτρα, η Γερμανία είναι καταδικασμένη», λέει ο αναλυτής της Oxford Economics, Ντάνιελ Κραλ.
Δεν χρειάζεται άλλωστε και μεγάλη φαντασία για να δει κανείς ότι «ενδεχόμενοι αμερικανικοί δασμοί στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα θα βυθίσουν τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σε βαθύτερα προβλήματα», εκτιμά η ING. Οι αναλυτές της Ολλανδικής τράπεζας λένε ότι ακόμη και στο καλύτερο σενάριο, με μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, οποιαδήποτε νέα κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να μεταρρυθμίσει εκ βάθρων το παλιό οικονομικό μοντέλο.
(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")