Ξεκίνησε η Μεγάλη Κυβίστηση της ΕΕ - Επιστροφή στον Ρεαλισμό και την Ενεργειακή Ασφάλεια

Ξεκίνησε η Μεγάλη Κυβίστηση της ΕΕ - Επιστροφή στον Ρεαλισμό και την Ενεργειακή Ασφάλεια
του Κ.Ν. Σταμπολή
Δευ, 3 Φεβρουαρίου 2025 - 08:00

Υπό τον μανδύα της «απλοποίησης των ρυθμιστικών κανόνων» για τις επιχειρήσεις και στο πλαίσιο ενός νέου οικονομικού δόγματος για την Ευρώπη βασισμένο στις προτάσεις της Έκθεσης Μάριο Ντράγκι, όπως ανακοίνωσε η λαλίστατη Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν την περασμένη Τέταρτη (29/1), επιχειρεί η ΕΕ να κάνει στροφή 180 μοιρών στο θέμα της ακολουθούμενης μέχρι σήμερα αδιέξοδης ενεργειακής πολιτικής της και όχι μόνο. Μια πολιτική που ως γνωστό είναι βασισμένη στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία του 2019 για τον τον μηδενισμό των εκπομπών

του θερμοκηπίου μέχρι το 2050 (το περίφημο NetZero50) και την πλήρη κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του ευρωπαϊκού μπλοκ από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), υδρογόνο, βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και πυρηνική ενέργεια. Πρόκειται για καθαρά ουτοπικούς στόχους, όπως επανειλημμένα έχουμε επισημάνει μέσα από την στήλη, που θυμίζουν περισσότερο μεσσιανικές δοξασίες παρά σχεδιασμό στην πραγματική οικονομία του 21 ου αιώνα.

«Έχουμε σχέδιο, οδικό χάρτη. Έχουμε πολιτική θέληση. Αυτά που έχουν πλέον πραγματική σημασία είναι η ταχύτητα και η ενότητα», επισήμανε η Φον ντερ Λάιεν περιγράφοντας τους βασικούς πυλώνες της «πυξίδας» της: ενίσχυση της καινοτομίας, προώθηση της απανθρακοποίησης, ασφάλεια ενεργειακών προμηθειών. Σε διαφορετική περίπτωση προειδοποίησε ότι η Ευρώπη «κινδυνεύει να παραμείνει στον δρόμο της χαμηλής ανάπτυξης, με χαμηλότερα εισοδήματα για τους απασχολούμενους, λιγότερες κοινωνικές παροχές για τους μη προνομιούχους και λιγότερες ευκαιρίες για όλους»

Πριν από 5 χρόνια η Γερμανίδα Πρόεδρος της ΕΕ έδωσε έμφαση στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, στο πλαίσιο της εμβληματικής «Πράσινης Συμφωνίας», που αποτέλεσε ορόσημο της προηγούμενης Κομισιόν. Όμως αρκετές επιχειρήσεις και βιομηχανίες, ιδιαίτερα στην πατρίδα της, διαμαρτύρονταν έντονα για υπερβολικές ρυθμίσεις και παράλογους κανονισμούς, οι οποίο το μόνο που έκαναν ήταν να συμβάλλουν στην αύξηση του ενεργειακού κόστους και στην απώλεια ανταγωνιστικότητας. Ο «ρεαλισμός» και « ευελιξία», που ανέφερε η Φον ντερ Λάιεν στις δηλώσεις της, αφορούν κατά κύριο λόγο την «χαλάρωση» ή (και) αναστολή για κάποιο (μεγάλο) χρονικό διάστημα κάποιων πράσινων κανονισμών, παρά το γεγονός ότι η ίδια επιμένει (προφανώς για λόγους γοήτρου) να αναφέρεται στην ανάγκη τήρησης των στόχων απανθρακοποίησης.

Να σημειώσουμε ότι είναι η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που η Κομισιόν αρθρώνει τα λόγια «ενεργειακή ασφάλεια» και τα βάζει σε πρώτο πλάνο. Μπορεί ακόμα να συνδέει την ενεργειακή ασφάλεια με την απανθρακοποίηση και την «ανθρακική ουδετερότητα» ( δηλαδή τέλος στα ορυκτά καύσιμα κάθε μορφής) όμως είναι ηλίου φανερότερο ότι η μεγάλη κυβίστηση της ενεργειακής πολιτικής της Κομισιόν έχει ήδη ξεκινήσει αφού δεν μπορεί υπό τις σημερινές συνθήκες του ενεργειακού ισοζυγίου της ΕΕ να υπάρξει ενεργειακή ασφάλεια χωρίς την ευρεία χρήση φυσικού αερίου, υγρών καυσίμων και άνθρακα. Αρκεί να λάβουμε υπ όψη την σημερινή διάρθρωση του ενεργειακού ισοζυγίου της ΕΕ για να καταλάβουμε τα στενά περιθώρια διαφοροποίησης του κατά τα επόμενα 25 χρόνια, από τις ακολουθούμενες μέχρι σήμερα πράσινες πολιτικές.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την Eurostat (2023) για την διάρθρωση του ενεργειακού μίγματος της ΕΕ , δηλ. την ακαθάριστη ενεργειακή κατανάλωση, το πετρέλαιο συμμετέχει με ποσοστό 37%, το φυσικό αέριο κατά 21%, τα στερεά καύσιμα κατά 10%, η πυρηνική ενέργεια κατά 10% και οι ΑΠΕ μαζί με την βιομάζα και τα βιοκαύσιμα κατά 20% . Με την συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων να είναι σήμερα στο 68%. Το να στοχεύεις στον μηδενισμό τους μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα δύο δεκαετιών, χωρίς να υπάρξουν σοβαρές αναταράξεις και κλυδωνισμοί στην οικονομία αποτελεί όχι μόνο ευσεβή πόθο αλλά σίγουρη συνταγή για οικονομική ύφεση, για να μην πούμε καταστροφή. Καθότι η μέχρι σήμερα εμπειρία έδειξε ότι οι οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα δεν μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν από αντίστοιχες στον χώρο των ΑΠΕ και των καθαρών καυσίμων γενικότερα.

Το παράδειγμα της αποτυχημένης «δίκαιης μετάβασης» στην Δυτική Μακεδονία με τους χιλιάδες ανέργους ( λόγω του άστοχου και πρόωρου κλεισίματος των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ) και της αδυναμίας δημιουργίας νέων θέσεων εργασίες είναι λίαν διδακτική.

Όπως μας πληροφορούν παράγοντες της αγοράς οι περισσότερες από τις μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις σε Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, αυτή την περίοδο προχωρούν σε πλήρη αναθεώρηση της μακροχρόνιας στρατηγικής τους με άξονα αναφοράς μεγαλύτερες επενδύσεις στο φυσικό αέριο, στις έρευνες υδρογονανθράκων, τα έργα υποδομής για μεταφορά ενέργειας (αέριο και ηλεκτρισμό), την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την πυρηνική ενέργειας. Με τις περισσότερες από τις προγραμματισμένες μεγάλες επενδύσεις στις ΑΠΕ να «παγώνουν» για ένα διάστημα έως ότου βελτιωθεί η λειτουργία των ηλεκτρικών δικτύων αφού σήμερα η διείσδυση των ΑΠΕ έχει φτάσει σε οριακό σημείο με καθημερινές απορρίψεις φορτίων (μέχρι και 30%) προκειμένου να διασφαλιστεί η ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος και να αποφευχθούν μπλακάουτ.

Σε κυβερνητικό επίπεδο πέρα από την μεγάλη κυβίστηση στο θέμα των ερευνών υδρογονανθράκων, (βλέπε διθυραμβική κυβερνητική ανακοίνωση της 20/1 για την είσοδο της στην ελληνική αγορά της Αμερικανικής Chevron) οι ιθύνοντες του επιτελικού κράτους έχουν αρχίσει πάλι να εξετάζουν σοβαρά το θέμα της ενεργειακής αυτάρκειας της χώρας με τη συμβολή των υδρογονανθράκων. Στόχος, όπως μας πληροφορούν πηγές μας, είναι η κατά το δυνατόν επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας σε ένα κόσμο με αυξημένη αβεβαιότητα, ιδίως μετά την αλλαγή πολιτικής ηγεσίας στις ΗΠΑ. Μόνο που για την επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας είναι απαραίτητη η ενεργειακή αυτάρκεια. Ιδού το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.