μία πολιτική διόρθωση, τόσο σε επίπεδο φραστικό όσο και διά της απομάκρυνσης ορισμένων στελεχών, είτε από το στενό επιτελείο του Μαξίμου, είτε από συναρμόδια υπουργεία και υπηρεσίες.
Οσο αισθητός είναι ο αιφνιδιασμός, παραμένει όμως και αδικαιολόγητος. Εξαιτίας μιας σειράς λανθασμένων ή πρόχειρων χειρισμών, η κυβέρνηση έχει βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να εγκαλείται όχι για την κατάσταση των σιδηροδρόμων και τα όσα (δεν) έχουν γίνει για την βελτίωσή της στο μεσοδιάστημα των δύο ετών από το δυστύχημα, αλλά για την διάχυτη αίσθηση ότι δεν υπάρχουν ακόμη επαρκείς και πειστικές απαντήσεις στα ερωτήματα που σχετίζονται με το αν η μοιραία αμαξοστοιχία μετέφερε παράνομα κάποιο εύφλεκτο υλικό, από το οποίο προκλήθηκε η έκρηξη που όλοι είδαν και έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι πολιτικοί χειρισμοί της κυβέρνησης αποδεικνύονται τουλάχιστον πλημμελείς. Και αυτό καταδεικνύεται τώρα, που συμβαίνει αυτό που θα έπρεπε να έχει συμβεί εξ αρχής. Να «πιάσει» δηλαδή το κεντρικό επιτελείο του Μαξίμου τον σφυγμό, την απογοήτευση, την οργή και την αγωνία του κόσμου.
Εκεί εντοπίζονται κρίσιμα λάθη, με κυριότερο ότι δεν προστατεύθηκε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και οδηγήθηκε σε on camera κατηγορηματικές δηλώσεις ότι δεν υπήρχε κανένα ύποπτο φορτίο. Κάπως έτσι και προφανώς με βάση κάποιες διαβεβαιώσεις που έλαβε από κάπου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε μόλις τρεις εβδομάδες μετά από το δυστύχημα: «Γνωρίζουμε ακριβώς τι μετέφερε το εμπορικό τρένο. Δεν υπήρχε τίποτα εύφλεκτο. Η σύγκρουση ήταν τόσο βίαιη και τόσο σφοδρή που προκάλεσε, αυτό μας λένε οι ειδικοί, μία πρώτη ανάφλεξη και προφανώς στη συνέχεια υπήρχαν εύφλεκτα υλικά –λάδια–, τα οποία πήραν φωτιά όταν έγινε η σύγκρουση. Αρα, σε αυτό θέλω να απαντήσω κατηγορηματικά, γιατί ξέρετε –όχι μόνο στη χώρα μας πια παντού ευδοκιμούν οι θεωρίες συνωμοσίας. Δεν υπήρχε τίποτα ύποπτο στην εμπορική αμαξοστοιχία».
Τη βεβαιότητα αυτή δεν την απέκτησε ο Πρωθυπουργός από κάποια επιφοίτηση· κάποιος του την μετέδωσε και μάλιστα με κατηγορηματικό τρόπο. Οποιος ή όποιοι κι αν ήταν, αν ισχύει τελικώς το αντίθετο, είναι υπόλογοι και ευθύνες θα πρέπει να επιρριφθούν και να αναληφθούν. Κατανοεί κανείς εύκολα, ειδικά αν γνωρίζει πώς προετοιμάζεται ο εκάστοτε Πρωθυπουργός για τις συνεντεύξεις του, ότι η συγκεκριμένη απάντηση σε μία προφανή ερώτηση, ήταν «προβαρισμένη». Και αυτό φωτίζει ακόμη περισσότερο την ανεπάρκεια όσων εισηγήθηκαν στον Μητσοτάκη έναν τέτοιο χειρισμό.
Η ορθή επιλογή ως προς το επίμαχο ερώτημα για το φορτίο του τρένου, ειδικά εκείνη την περίοδο, θα έπρεπε να είναι προφανής. Και πάντως δεν έπρεπε να είναι μία τόσο κατηγορηματική τοποθέτηση.
Η απάντηση που δίνει σήμερα ο υπουργός Δικαιοσύνης, με αφορμή μία νέα έκθεση πραγματογνώμονα οικογένειας, η οποία έρχεται σε αντίθεση με έκθεση της Δικαιοσύνης, είναι ενδεικτική για τα λάθη όλων εκείνων που παγίδευσαν τον Πρωθυπουργό σε μία αχρείαστη βεβαιότητα. Ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γιώργος Φλωρίδης (ΣΚΑΪ): «Ο ανακριτής είπε να το αναθέσει σε τρίτο άτομο, για να λυθεί αυτή η διχογνωμία. Και κάπως έτσι ανατέθηκε η νέα έρευνα στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Αυτή λοιπόν η εμπειρογνωμοσύνη δεν έχει πάει ακόμα στον ανακριτή. Και ακριβώς επειδή η έρευνα του Πολυτεχνείου είναι ακόμα σε εξέλιξη και παράλληλα ο μόνος που έχει τα στοιχεία (ο ανακριτής) δεν μπορεί να μιλήσει, αναπτύσσεται –όχι από την πλευρά των συγγενών– μια συνωμοσιολογία. Για παράδειγμα, ο κ. Βελόπουλος. Αυτός έφερε στη δημόσια συζήτηση το 13ο βαγόνι. Οταν στριμώχτηκε και του είπαν πως δεν μπορεί να μην έμεινε έστω ένα υπόλειμμα αυτού του βαγονιού, τότε απάντησε πως εξαερώθηκε».
Τα δύο βασικά στοιχεία που έλειψαν από τους κυβερνητικούς χειρισμούς και τώρα θα πρέπει να κυριαρχήσουν, είναι η αντίληψη του γενικευμένου αισθήματος της κοινωνίας και η κατάρριψη όλων των επιχειρημάτων περί συγκάλυψης.
Ως προς το πρώτο, η αναφορά του Γιώργου Φλωρίδη είναι και πάλι σημαντική: «Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, κατά την εκτίμησή μου, που πήγαν στο Σύνταγμα είναι άνθρωποι με πολύ αγνές προθέσεις. Πήγαν με μια πολύ μεγάλη στενοχώρια και ένα ερώτημα “τι θα γίνει, βρε παιδιά”».
Ως προς το δεύτερο, είναι χρήσιμο να γνωρίζουν όλοι σήμερα αυτό που συνέβη τον Ιούνιο του 2023 όταν, όπως υπενθύμισε ο υπουργός Δικαιοσύνης, είχε γίνει αποδέκτης ενός αιτήματος του εφέτη-ανακριτή Λάρισας, ο οποίος ανέφερε ότι δεν του επιτρεπόταν, στο πλαίσιο της διερεύνησης του δυστυχήματος, να ακούσει συνομιλίες από σταθερά και κινητά τηλέφωνα, κατά τα πρότυπα του πρωτοκόλλου διερεύνησης αεροπορικών δυστυχημάτων.
Οπως δήλωσε ο Γιώργος Φλωρίδης: «Ενημερώνω τον Πρωθυπουργό την ίδια μέρα και μου λέει “αύριο θα πας ρύθμιση νομοθετική στη Βουλή για να του λύσουμε τα χέρια” (του ανακριτή). Την πάω στη Βουλή, με σκοπό να ανοίξουν όλες οι επικοινωνίες, και ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ότι δεν θα την ψηφίσει. Δεν την ψήφισε, διότι λέει αυτή μπορεί να προσβάλει δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η κυβέρνηση κατηγορείται δηλαδή από την αντιπολίτευση και τον ΣΥΡΙΖΑ ότι προσπαθεί να συγκαλύψει την υπόθεση. Σας λέω λοιπόν εγώ πως όταν ο ανακριτής ζητάει να του διευκολύνουμε την ανάκριση και η κυβέρνηση πηγαίνει διάταξη με βάση την απαίτηση του ανακριτή, ο ΣΥΡΙΖΑ, που μας κατηγορεί ότι βάζουμε εμπόδια, δεν το ψήφισε».
Από αυτά μπορεί εύκολα κάποιος να προβλέψει και πώς θα εξελιχθεί η προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση στη Βουλή. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης όμως να κατανοήσει ότι άλλη μία κοκορομαχία για τα Τέμπη, μόνο ως ύβρις θα αντιμετωπιστεί από την πλειονότητα των πολιτών. Και ως προς αυτό, είναι εξαιρετικά χρήσιμη η υπενθύμιση για τη σύνθεση του πλήθους που συγκεντρώθηκε στο Σύνταγμα.
*Από Protagon.gr