Μετά τα γιουχαρίσματα στους αγώνες χόκεϊ— ένα από τα λίγα πράγματα που ενώνει διαχρονικά Αμερικανούς και Καναδούς— οι πολίτες του Καναδά εμφανίζονται εξίσου αποφασισμένοι να υποστούν τις οικονομικές επιπτώσεις ενός εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ. Όπως αναδεικνύει μία πρόσφατη έρευνα, το 82% των Καναδών συμφωνεί με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου που εξάγεται από τον Καναδά προς τις ΗΠΑ. Γεωγραφικά, η υποστήριξη του μέτρου κυμαίνεται στο 90% στις ανατολικές περιοχές, όπου υπάρχουν υπεράκτιες εξορύξεις, και 72% στις δυτικές περιοχές, όπου βρίσκεται η πλειοψηφία των έργων ορυκτών καυσίμων.

Τα ποσοστά των Καναδών που στηρίζουν την επιβολή φόρων στο πετρέλαιο που εξάγεται προς τις ΗΠΑ. Πηγή: Bloomberg.
Μία τέτοια αντίδραση θα αποτελούσε την τελική απάντηση του Καναδά σε περίπτωση που ο Τραμπ επιβάλει δασμούς σε όλα τα καναδικά προϊόντα εκτός του πετρελαίου. Οι ΗΠΑ εισάγουν περίπου 4 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως από τον Καναδά, ποσότητα που ισούται με το 30% της συνολικής παραγωγής στη χώρα, η οποία κινείται στα 13,2 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα για το 2024. Το περισσότερο από το καναδικό πετρέλαιο καταλήγει στα διυλιστήρια των Μεσοδυτικών πολιτειών, οι οποίες είχαν διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στη δεύτερη εκλογή του Τραμπ. Πέρα από το πετρέλαιο, άλλες καναδικές εξαγωγές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέσο πίεσης προς την Ουάσιγκτον είναι το ουράνιο, η προμήθεια του οποίου προκαλεί πονοκέφαλο στους Αμερικανούς διαχειριστές πυρηνικών υποδομών, αλλά και η ποτάσσα, η οποία χρησιμοποιείται ως λίπασμα.
Παράλληλα, το 79% των Καναδών συμφωνούν με την επιβολή δασμών στα αμερικανικά προϊόντα, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα αναγκαστούν να πληρώνουν ακριβότερα οι ίδιοι. Η εθνική συναίνεση στο συγκεκριμένο ζήτημα ανοίγει αρκετά τα περιθώρια ελιγμού του Καναδού Πρωθυπουργού Τζάστιν Τριντό, η θητεία του οποίου βρίσκεται σε αντίστροφη μέτρηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Τριντό έχει ήδη ξεκινήσει επαφές με τα επιχειρηματικά συμφέροντα της χώρας προκειμένου να προωθήσει τη στροφή του Καναδά προς το εμπόριο με κράτη πέρα των ΗΠΑ. Η προσέγγιση αυτή, δηλαδή η “εμπορική απομόνωση” της Ουάσιγκτον ως απάντηση στις κλιμακούμενες απειλές Τραμπ είναι μία λύση που έχει πέσει στο τραπέζι σε διάφορους εταίρους των ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να έχουν υπάρξει αποφασιστικά βήματα μέχρι στιγμής.
Από την άλλη πλευρά, ο Τριντό καλείται να αντιμετωπίσει αντιγνωμίες σε πολιτικό επίπεδο, καθώς οι επικεφαλής των διαφόρων επαρχιών του Καναδά δεν συμφωνούν απαραίτητα με τη λήψη αυστηρών μέτρων έναντι των ΗΠΑ. Αν και η κοινή γνώμη έχει εξοργιστεί με τη ρητορική του Τραμπ, η οποία περιλαμβάνει και δηλώσεις περί προσάρτησης του Καναδά ως την 51η πολιτεία των ΗΠΑ, ορισμένες τοπικές ηγεσίες είναι αρκετά πιο επιφυλακτικές. Αυτές οι επιφυλάξεις εδράζονται τόσο στις οικονομικές ανησυχίες, καθώς οι περιοχές αυτές έχουν υψηλά έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου, όσο και στις πολιτικές φιλοδοξίες, καθώς ο Καναδάς ετοιμάζεται για εκλογές και μία μεγάλη μερίδα των συντηρητικών δυνάμεων επιθυμεί να λάβει τις πολιτικές “ευλογίες” του Τραμπ. Για παράδειγμα, η επικεφαλής της Αλμπέρτα, Ντανιέλ Σμιθ, είχε αρνηθεί να υπογράψει την κοινή δήλωση όλων των εθνικών και τοπικών ηγεσιών του Καναδά τον προηγούμενο μήνα.