Ο Πρόεδρος Τραμπ έχει κυριολεκτικά αναστατώσει τις πρωτεύουσες ανά την υφήλιο εκκαθαρίζοντας εχθρούς στο εσωτερικό, επιτιθέμενος σε συμμάχους στο εξωτερικό, κλείνοντας κυβερνητικές υπηρεσίες και ανεξάρτητες αρχές, παραδίδοντας τα κλειδιά της κυβέρνησης σε έναν μη εκλεγμένο δισεκατομμυριούχο παραμερίζοντας πολλούς νόμους των ΗΠΑ, και αγνοώντας επιδεικτικά το διεθνές δίκαιο.
Πουθενά δεν είναι πιο εμφανείς οι φαινομενικά ασυνάρτητες, αλλά ομολογουμένως τολμηρές πολιτικές του, όσο στη σφαίρα του διεθνούς εμπορίου και της ενέργειας. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Ντόναλντ Τραμπ έπληξε τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα με υψηλούς δασμούς, σε μια κίνηση που χαρακτηρίζει μια νέα εποχή εμπορικών πολέμων μεταξύ των ΗΠΑ και τριών από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους του. Ο Τραμπ εξέδωσε εκτελεστικό διάταγμα με το οποίο επιβάλλει πρόσθετους δασμούς 25 τοις εκατό σε όλες τις εισαγωγές από τον Καναδά και το Μεξικό (εδόθη εκ των υστέρων αναστολή εκτέλεσης 30 ημερών), με εξαίρεση το καναδικό πετρέλαιο και τα ενεργειακά προϊόντα - από τα οποία εξαρτώνται τα διυλιστήρια και οι βιομηχανίες των ΗΠΑ - τα οποία θα αντιμετωπίσουν πρόσθετους δασμούς 10 τοις εκατό.
Υποκινώντας την υπουργό Εξωτερικών του Καναδά Melanie Jolie να προειδοποιήσει ότι οι επιβληθέντες δασμοί θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις ΗΠΑ σε εξάρτηση από το πετρέλαιο της Βενεζουέλας. Με τον Καναδά να είναι μακράν ο μεγαλύτερος ξένος προμηθευτής πετρελαίου στις ΗΠΑ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 60 τοις εκατό των εισαγωγών του αργού. Παράλληλα, οι εισαγωγές από την Κίνα θα αντιμετωπίσουν δασμούς 10 τοις εκατό πέρα από τους υφιστάμενους δασμούς των ΗΠΑ.
Την πρώτη κιόλας ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του, ο Τραμπ κήρυξε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης τον ενεργειακό τομέα, ώστε να αναλάβει ο ίδιος την εξουσία με στόχο να μειώσει τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς στις ενεργειακές υποδομές και να διευκολύνει την αδειοδότηση νέων έργων μεταφοράς και αγωγών. Ακολούθησε η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού του 2015, επαναλαμβάνοντας μια κίνηση που έκανε στην πρώτη του θητεία. Ο Τραμπ, όχι αδικαιολόγητα, χαρακτήρισε την κλιματική αλλαγή και τις πολιτικές μείωση των εκπομπών ως φάρσα, επιμένοντας ότι η συμφωνία θέτει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι γεωπολιτικών αντιπάλων όπως η Κίνα.
Στη συνέχεια, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανέστειλε τις μισθώσεις ομοσπονδιακών περιοχών για υπεράκτια αιολικά πάρκα εν αναμονή περιβαλλοντικής και οικονομικής αναθεώρησης λέγοντας ότι οι ανεμογεννήτριες είναι άσχημες, ακριβές και βλάπτουν την άγρια φύση. Επίσης, στόχευσε τα ηλεκτρικά οχήματα, ανακαλώντας εκτελεστικό διάταγμα του 2021 του προκατόχου του, το οποίο διασφάλιζε ότι όλα τα νέα οχήματα που θα πωλούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το 2030 θα ήταν ηλεκτρικά.
Ο Τραμπ είναι δύσκολο να επιτύχει τους αναγκαίους συμβιβασμούς στην αγορά πετρελαίου
Ξεδιπλώνοντας τη στρατηγική του για τους υδρογονάνθρακες και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που καταργεί τις αποφάσεις του Μπάιντεν να εμποδίσει τις γεωτρήσεις πετρελαίου στην Αρκτική και κατά μήκος μεγάλων περιοχών των ακτών των ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν είναι σαφές εάν οι κινήσεις αυτές είναι επαρκείς για την προσέλκυση επενδυτών και την διεξαγωγή γεωτρήσεων με αυτούς να έχουν απομακρυνθεί από την περιοχή τα τελευταία χρόνια λόγω του υψηλού κόστους των ερευνών.
Ο Τζο Μπάιντεν στις αρχές Ιανουαρίου απαγόρευσε νέες υπεράκτιες έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο κατά μήκος των περισσότερων ακτών των ΗΠΑ, λίγο πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του Τραμπ. Σε μια περαιτέρω κίνηση που είχε ως στόχο να παρακινήσει τις αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου να αυξήσουν την παραγωγή τους, ο Πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αναπληρώσει το Στρατηγικό Απόθεμα Πετρελαίου των ΗΠΑ (SPR), «μέχρι την κορυφή». Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ο Μπάιντεν είχε πουλήσει περισσότερα από 180 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου από το SPR, ποσό ρεκόρ. Οι πωλήσεις συνέβαλαν στη διατήρηση των τιμών της βενζίνης υπό έλεγχο, αλλά βύθισαν το απόθεμα στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 40 ετών.
Ωστόσο, η έκκληση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για μια νέα άνθηση του πετρελαϊκού κλάδου των ΗΠΑ κινδυνεύει να μείνει κενό γράμμα από την απροθυμία της Wall Street να εγκρίνει ένα άλλο ‘φαγοπότι γεωτρήσεων’, προειδοποιούν αναλυτές. Η συνολική πετρελαϊκή παραγωγή των ΗΠΑ στη δεύτερη θητεία του Τραμπ πιθανότατα θα αυξηθεί κατά λιγότερο από 1,3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα (με την τρέχουσα παραγωγή των ΗΠΑ να εκτιμάται στα 20,6 mb/d), υποστηρίζουν η Rystad Energy και η Wood Mackenzie, πολύ κάτω από την άνοδο των 1,9 mb/d που επιτεύχθηκε επί Τζο Μπάιντεν και πολύ λιγότερο από ό,τι την προηγούμενη δεκαετία. Στελέχη του ενεργειακού τομέα παρατηρούν ότι η πίεση των επενδυτών προς τις εταιρείες και η οικονομική πραγματικότητα ενός κλάδου που κατευθύνεται από τις τιμές του πετρελαίου, θα σταθεί εμπόδιο στην προσπάθεια του Τραμπ να εγκαινιάσει μια εποχή «αμερικανικής ενεργειακής κυριαρχίας» όπως την φαντάζετε.
Η στόχευση για υψηλότερη παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στο εσωτερικό και στο εξωτερικό προϋποθέτει ισχυρή ζήτηση και τιμές στα ίδια ή υψηλότερα από τα σημερινά επίπεδα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη δηλωμένη επιθυμία του Τραμπ (όπως διατυπώθηκε στο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός) να μειώσει τις εγχώριες τιμές, τον συνολικό πληθωρισμό και τα επιτόκια. Τελικά, ο Τραμπ μπορεί να χρειαστεί να συμβιβαστεί με υψηλότερες τιμές και επιτόκια. Οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου που επιδιώκει (45 $ / δισ. ή χαμηλότερες) πιθανότατα θα προκύψουν μόνο σε περίπτωση παγκόσμιας ύφεσης.
Παρά τις δεσμεύσεις του νέου Προέδρου που βασίζονται περισσότερο στους δασμούς παρά σε κυρώσεις, οι δασμοί είναι ένα εργαλείο που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στους εμπορικούς εταίρους. Οι οικονομικές κυρώσεις, υποστηρίζουν οικονομικοί αναλυτές, θα συνεχίσουν να είναι η προτιμώμενη επιλογή ακόμη και για την κυβέρνηση Τραμπ στην εξάσκηση οικονομικής πίεσης από τις ΗΠΑ σε χώρες όπως το Ιράν και τη Ρωσία. Ωστόσο, αν το πράξουμε παράλληλα, σημειώνουν οι παραπάνω αναλυτές, θα είναι δαπανηρό δεδομένης της κλίμακας στην παραγωγή πετρελαίου που αντιπροσωπεύουν αυτές οι χώρες, μαζί με την απροθυμία των χωρών του OPEC να κάνουν περισσότερα για να αντικαταστήσουν τα χαμένα βαρέλια κατ' εντολή του Τραμπ.
Με τον OPEC να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη σταθερότητα των τιμών μακροπρόθεσμα και τη διατήρηση της ενότητας των καρτέλ οι ηγέτες του OPEC όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ιράκ, συνεχίζουν να ανησυχούν περισσότερο για το ενδεχόμενο μιας Ρωσικής (κρυφής) αφαίμαξης ποσοτήτων αργού που θα πλημμύριζαν την διεθνή αγορά, υπονομεύοντας τους δικούς τους στόχους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και οικονομικής διαφοροποίησης. Υπό αυτή την έννοια οι παραγωγοί του Κόλπου, είναι πολύ απίθανο να λάβουν υπόψη τους τις εκκλήσεις Τραμπ να αυξήσουν την παραγωγή τους.