Χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, αλλά υψηλότερες αμυντικές δαπάνες και πίεση στα δημοσιονομικά. Αυτός θα είναι για την Ευρώπη ο αντίκτυπος μίας πιθανής ειρηνευτικής συμφωνίας στην Ουκρανία.
Όπως εξηγεί η Capital Economics εάν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν καταλήξουν σε τερματισμό του πολέμου, θα υπάρξουν τόσο θετικές επιπτώσεις όσο και προκλήσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία.
«Ενώ η ειρηνευτική συμφωνία στον πόλεμο της Ουκρανίας μπορεί να απέχει ακόμη πολύ, το χθεσινό τηλεφώνημα μεταξύ των προέδρων Τραμπ και Πούτιν αύξησε τις πιθανότητες. Αυτό, σε συνδυασμό με την πίεση της κυβέρνησης των ΗΠΑ στην Ευρώπη να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες, θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία», εξηγεί σε σημείωμά της η CE.
Το ενεργειακό κόστος
Όσον αφορά στις τιμές του φυσικού αερίου, μία ειρηνευτική συμφωνία θα αύξανε τις πιθανότητες πτώσης τους. Δεν θα έχουμε μία δραματική συρρίκνωση αλλά σίγουρα θα καμφθούν οι φόβοι για νέα άνοδό τους, που είχαν ενταθεί το τελευταίο διάστημα. Η CE υπολογίζει ότι οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου θα μειωθούν από περίπου 52 €/MWh επί του παρόντος σε 40 € έως το τέλος του τρέχοντος έτους και 25 € έως το τέλος του 2026.
Η πτώση του ενεργειακού κόστους με τη σειρά της θα μπορούσε να δώσει ώθηση στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό κλίμα. Οι εταιρείες και οι επενδυτές μπορεί να αναμένουν χαμηλότερες τιμές ενέργειας, αυξημένες δαπάνες για την ανοικοδόμηση και ίσως ακόμη και κάποια επανέναρξη των εργασιών με τη Ρωσία.
Από την άλλη θα υπάρξει η αυξημένη πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών και αυτό με τη σειρά του είναι πιθανό να οδηγήσει σε χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική. Από τη μία αυτό βοηθάει στη στήριξη της συνολικής ζήτησης και δίνει ώθηση στον δοκιμαζόμενο βιομηχανικό τομέα της Ευρώπης. Από την άλλη θα διατηρήσει τις υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις υψηλότερες. Θα καθιστούσε επίσης πιο δύσκολο για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να θέσουν τα δημόσια οικονομικά τους σε βιώσιμο δρόμο.
Δημοσιονομική πίεση
Το ακόλουθο διάγραμμα δείχνει τις δημοσιονομικές προσαρμογές που απαιτούνται κατά την επόμενη δεκαετία για τη σταθεροποίηση των δεικτών του δημόσιου χρέους με την προϋπόθεση ότι οι αμυντικές δαπάνες θα αυξηθούν στο 3% του ΑΕΠ. Σε πολλές χώρες αυτές οι προσαρμογές είναι μεγάλες, κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία.
Η ΕΕ θα μπορούσε να εφαρμόσει κάποια ευελιξία στους δημοσιονομικούς της κανόνες για να αποφύγει την τιμωρία των κυβερνήσεων που ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα, αλλά αυτό δεν θα εμπόδιζε τα ευρύτερα ελλείμματα να αυξήσουν το δημόσιο χρέος, προειδοποιεί η Capital Economics.
«Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να περιορίσουν τους δημοσιονομικούς κινδύνους συμφωνώντας επιπλέον κοινό δανεισμό από την ΕΕ, αλλά πιστεύουμε ότι οποιαδήποτε κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι πολύ μικρή», σχολιάζουν οι αναλυτές στο σημείωμα. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν προτείνει έκδοση κοινών ομολόγων για την άμυνα ύψους 100 δισ. ευρώ (περίπου 0,5% του ΑΕΠ της ΕΕ) – κατανεμημένου σε αρκετά χρόνια. Αυτό θα ήταν μόνο ένα κλάσμα των απαιτούμενων δαπανών για να φτάσει το 3% του ΑΕΠ σε σταθερή βάση. Επιπλέον η Γερμανία έχει αντιταχθεί σθεναρά σε περισσότερο κοινό δανεισμό και ο Φρίντριχ Μερτς, ο πιθανός νέος καγκελάριος, έχει εμμείνει σε αυτή την άποψη.
Η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη
Τέλος, η CE επισημαίνει ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν κάποια οφέλη ανασυγκρότησης για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη όταν και εάν επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία. Ωστόσο, εάν η σφαίρα επιρροής της Ρωσίας μετακινηθεί περαιτέρω στη Δύση, αυτό θα μπορούσε να αυξήσει τους αντιληπτούς κινδύνους της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε χώρες στα ανατολικά σύνορα του ΝΑΤΟ.
(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")