Έτσι ακριβώς αντιλαμβάνομαι το λάθος της αντιπολίτευσης, στη γιούργια που έχει εξαπολύσει σύσσωμη τις τελευταίες εβδομάδες κατά της κυβέρνησης. Ενώ θα μπορούσαν να τη χτυπούσαν κάτω σαν χταπόδι, αν έμεναν στις αποδεδειγμένες παραλείψεις, αυτές που παραδέχτηκε ο Πρωθυπουργός στην περίφημη συνέντευξή του και οι οποίες συνιστούν αποδείξεις κυβερνητικής αδιαφορίας, εκείνοι υπερακοντίζουν με κατηγορίες υπερβολικές, οι οποίες δεν αντέχουν στην εξέταση της λογικής. Ποιος πιστεύει, ας πούμε, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προσωπικό συμφέρον από μια λαθραία μεταφορά (θρυλούμενη, επί του παρόντος) ξυλόλιου αξίας δύο ή το πολύ τριών χιλιάδων ευρώ; Αν τον χτυπούσαν ανελέητα για αυτά που παραδέχτηκε, για την απουσία κεντρικού συντονισμού στην έρευνα, που ισοδυναμεί με αδιαφορία, δύσκολα θα είχε κάτι να απαντήσει. Όταν τον κατηγορούν ότι συγκαλύπτει λόγω οικονομικού συμφέροντος, του δίνουν την ευκαιρία να περάσει στην αντεπίθεση. Με την τερατολογία, δηλαδή, του προσφέρουν σανίδα σωτηρίας.
Αναρωτιέμαι γιατί χαραμίζουν τέτοια ευκαιρία – γιατί η κυβερνητική ανεπάρκεια στην υπόθεση της διερεύνησης των Τεμπών, επί δύο χρόνια μάλιστα, αποτελεί την πρώτη αληθινή ευκαιρία της αντιπολίτευσης. Γιατί λοιπόν τη χειρίζονται με τέτοια επιπολαιότητα; Είναι όμως κάτι πολύ περισσότερο και πολύ χειρότερο από κοινή επιπολαιότητα: είναι η λογική της αρπαχτής στην εφαρμοσμένη πολιτική. Αυτό συμβαίνει τώρα στην αντιπολίτευση. Αντί να εξασφαλίσει τη νίκη σε μια μάχη, η οποία ίσως αποδειχθεί καθοριστική στην τελική έκβαση του πολέμου, ρίχνει μια απεγνωσμένη γιούργια, με την ελπίδα ότι θα κερδίσει μεμιάς τον πόλεμο. Αυτή είναι η λογική της αρπαχτής και, όπως φαίνεται, έχει διαβρώσει τη νοοτροπία της Αριστεράς.
Με αφορμή την ανάδειξη της αρπαχτής σε πολιτική στρατηγική, να παραδεχτώ ότι, όσο περνούν τα χρόνια, αναγνωρίζω ότι η δεκαετία του 1980 και τα ήθη που καθιέρωσε μεταμόρφωσαν την Ελλάδα σε έκταση και βάθος, που ακόμα δεν μπορούμε να συλλάβουμε πλήρως. Είναι φυσικό όμως, γατί θυμίζω τι απάντησε ο Τσου Εν Λάι, όταν τον ρώτησαν αν δικαιώθηκε ιστορικά η Γαλλική Επανάσταση: «Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να μπορούμε να πούμε».