Η Glencore βρίσκεται σε φάση αναδιοργάνωσης, με τη διοίκησή της να εξετάζει την πιθανότητα πώλησης ορισμένων στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων. Ένα από αυτά έχει προσελκύσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας της κρίσιμης γεωπολιτικής σημασίας του και των διεθνών συγκυριών. Πρόκειται για τα άσετς της εταιρείας στη ΛΔ Κονγκό, και πιο συγκεκριμένα τα ορυχεία Kamoto και Mutanda, τα οποία παράγουν κοβάλτιο και χαλκό. Τα εν λόγω ορυχεία συνιστούν τους μεγαλύτερους παραγωγούς κοβάλτιου παγκοσμίως, ένα μέταλλο στρατηγικής σημασίας. Εκτός από τη σημασία των δύο υλικών, η Glencore αποτελεί και τη μοναδική μεγάλη δυτική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στη ΛΔ Κονγκό όπου πλέον κυριαρχούν τα κινεζικά συμφέροντα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η Glencore έχει ήδη απορρίψει μία πρόταση για την πώληση των δύο ορυχείων εκ μέρους αγοραστή από τη Μέση Ανατολή, με το επιχείρημα ότι η προτεινόμενη τιμή ήταν πολύ χαμηλή. Όπως εξηγούν οι πηγές, η εταιρεία θα δεχόταν να πουλήσει τμήμα των άσετς της, ελέγχοντας το 75% του Kamoto μαζί με την κονγκολέζικη εταιρεία Gécamines, και το 100% του Mutanda. Παρά την ελκυστικότητα των δύο ορυχείων, η πώλησή τους ενδέχεται να αποδειχθεί δύσκολη. Ένας λόγος είναι η χαμηλή κερδοφορία τους επί του παρόντος, με τα καθαρά κέρδη για το 2023 να φτάνουν τα 195 εκατομμύρια δολάρια ενώ τα συνολικά έσοδα ήταν άνω των 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Παράλληλα, ο ισραηλινός επιχειρηματίας Νταν Γκέρτλερ, ο οποίος εμπλέκεται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ορυχείων, βρίσκεται υπό καθεστώς κυρώσεων από τις ΗΠΑ— κάτι που όμως θα μπορούσε να αλλάξει εύκολα χάρη στη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Τέλος, τα ορυχεία αντιμετωπίζουν μία σειρά πολιτικών εμποδίων, καθώς αφενός έχουν κατηγορηθεί για την εκτεταμένη μόλυνση της περιοχής και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εναντίον των τοπικών πληθυσμών, ενώ αφετέρου η ΛΔ Κονγκό βρίσκεται σε μία κατάσταση ανασφάλειας εξαιτίας των εμφύλιων συγκρούσεων με επίκεντρο τις δυτικές επαρχίες.
Η πώληση των άσετς της Glencore στο Καζακστάν μπορεί να εξελιχθεί πιο εύκολα. Εκεί η εταιρεία ελέγχει το 69% περίπου της Kazzinc, του μεγαλύτερου παραγωγού ψευδαργύρου, μολύβδου, και πολύτιμων μετάλλων, καθώς και διαχειριστή μεγάλων μεταλλουργικών υποδομών. Η Glencore είχε επιχειρήσει να πουλήσει την εταιρεία και το 2024, χωρίς ωστόσο να βρει τον κατάλληλο αγοραστή. Επί του παρόντος, έχει ξεκινήσει νέες επαφές.
Αν και οι συζητήσεις βρίσκονται σε αρχικά στάδια, αν τελικά ευοδωθούν, θα αποτελέσουν τις μεγαλύτερες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων τα τελευταία χρόνια. Με τον διεθνή ανταγωνισμό για τις κρίσιμες πρώτες ύλες να έχει ενταθεί, Δύση και Κίνα κάνουν αγώνα δρόμου για να ελέγξουν όσο γίνεται περισσότερους στρατηγικούς πόρους. Η απόσυρση της Glencore από αυτές τις επενδύσεις θα μπορούσε να αλλάξει τα διεθνή δεδομένα στο εμπόριο πρώτων υλών.