Και τα δύο αυτά θέματα δεν έχουν αναδειχθεί ιδιαίτερα στον δημόσιο διάλογο για το brain drain, όπου προβάλλονται κυρίως η αδυναμία να βρεθούν θέσεις στην Ελλάδα και η χαμηλή ποιότητα των σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η πραγματικότητα είναι βεβαίως διαφορετική. Η Ελλάδα, παρά το μικρό της μέγεθος και τους περιορισμένους της πόρους, κατέλαβε το 2022 την 7η θέση στην ΕΕ27 στο μεγάλο χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα έρευνας «Ορίζοντας Ευρώπη» ως προς τον αριθμό των εγκεκριμένων έργων και την 8η ως προς τον αριθμό των έργων όπου έλληνες/ελληνίδες επιστήμονες έχουν συντονιστικό ρόλο.
Υψηλή εξάλλου είναι η «παραγωγικότητα» επιστημονικών δημοσιεύσεων του ελληνικού ερευνητικού συστήματος, όπου η Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των δημοσιεύσεων σε σχέση με την εθνική δαπάνη για Ε&Α, κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Σημαντική είναι επίσης η συμμετοχή των ελλήνων/ελληνίδων επιστημόνων στις δημοσιεύσεις με υψηλή απήχηση. Για την περίοδο 2017-2021, σε ποσοστό 27,2% των δημοσιεύσεων με ελληνική συμμετοχή που ανήκουν στο top 1%, ο πρώτος συγγραφέας προέρχεται από ελληνικό φορέα. Στο top 10% το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 42,4%.
Τα αποτελέσματα αυτά δυστυχώς δεν συνδέονται με κάποια εθνική στρατηγική έρευνας ούτε καν με τη συνειδητοποίηση της σημασίας που έχει η έρευνα για την ανάπτυξη της χώρας. Η διαπίστωση αυτή τεκμηριώνεται αφενός από την κρατική χρηματοδότηση για την έρευνα και αφετέρου από τη διοίκηση και την κρατική διαχείριση της ερευνητικής δραστηριότητας.
Το 2022 οι δαπάνες για Ε&Α ήταν στην Ελλάδα 1,49% του ΑΕΠ όταν ο ΜΟ στην ΕΕ27 ήταν 2,24%. Η ουσιαστική ανυπαρξία της έρευνας στον κρατικό προϋπολογισμό (πέρα από την κάλυψη λειτουργικών δαπανών και μισθολογικού κόστους) και το γεγονός ότι οι επιλογές για χρηματοδότηση της έρευνας υπακούν συχνά σε συγκυριακές πολιτικές σκοπιμότητες θέτουν σοβαρά αναχώματα στην εθνική ερευνητική δραστηριότητα. Ωστόσο, είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι το μόνο που χρειάζεται η έρευνα για να αναβαθμιστεί είναι απλώς ποσοτικά περισσότερη χρηματοδότηση.
Παρόλο που είναι προφανές ότι η ερευνητική δραστηριότητα επωφελείται από τους περισσότερους οικονομικούς πόρους, στην περίπτωση ενός κράτους όπως η Ελλάδα που διαθέτει περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες ούτως ή άλλως, το βάρος θα πρέπει να τοποθετηθεί στην ύπαρξη εθνικού στρατηγικού προγράμματος έρευνας, που θα σχεδιάζουν επιστήμονες κύρους και με διεθνή εμπειρία, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις οικονομικές δυνατότητες, τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης. Για τον λόγο αυτόν είναι ακόμη σοβαρότερο το έλλειμμα που υπάρχει στον συντονισμό της έρευνας στη χώρα μας.
Η ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα, παρόλο που είναι πυκνή και ποιοτική, εμφανίζεται κατακερματισμένη, ασυνεχής και χωρίς κεντρική οργάνωση. Ενώ καταρχήν η έρευνα ανήκει στην αρμοδιότητα της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Καινοτομίας (ΓΓΕΚ), που υπάγεται στο υπουργείο Ανάπτυξης και εποπτεύει τα ερευνητικά κέντρα της χώρας, διάφορα υπουργεία (Υγείας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ.ά.) έχουν υπό την εποπτεία τους ερευνητικούς φορείς που εκπονούν προγράμματα κατά βούληση, συχνά χωρίς έλεγχο και λογοδοσία.
Το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, που είναι επιφορτισμένο με τις στατιστικές μελέτες για την έρευνα, ανήκει στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Τέλος, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας διεξάγεται στα πανεπιστήμια τα οποία όμως υπάγονται στο υπουργείο Παιδείας. Πρόκειται για ένα τοπίο κατακερματισμένο χωρίς ενιαίο συντονισμό και οπωσδήποτε χωρίς σαφή στρατηγική για την έρευνα.
Υποτίθεται ότι τον συντονιστικό ρόλο έχει αναλάβει το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), ως γνωμοδοτικό και συμβουλευτικό όργανο. Είναι βεβαίως τουλάχιστον παράδοξο (αποτέλεσμα της λογικής που αναπτύχθηκε στην προηγούμενη παράγραφο) ότι η αρμοδιότητα ενός τέτοιου οργάνου αφορά μόνο την έρευνα που διεξάγεται από τα ιδρύματα που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΚ και όχι την έρευνα στα πανεπιστήμια!
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, υπό την προεδρία του ομότιμου καθηγητή του Χάρβαρντ Σπύρου Αρταβάνη-Τσάκωνα, το ΕΣΕΤΕΚ ολοκλήρωσε – για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής έρευνας – τις αξιολογήσεις των ερευνητικών ινστιτούτων της Ελλάδας καταφέρνοντας να κινητοποιήσει σε εθελοντική βάση έναν μεγάλο αριθμό σημαντικών επιστημόνων του εξωτερικού (όχι μόνο Ελλήνων μάλιστα).
Εν τούτοις, το τεράστιο αυτό έργο δεν είχε κανέναν αντίκτυπο στον σχεδιασμό μιας εθνικής ερευνητικής στρατηγικής. Αντιθέτως, παράλληλα, ομάδες εμπειρογνωμόνων σε υπουργεία επεξεργάζονταν κείμενα στρατηγικής σε τομείς αιχμής της έρευνας χωρίς εμπλοκή του ΕΣΕΤΕΚ. Εισηγήσεις σχετικά με την αναγκαιότητα για την ενοποίηση της έρευνας σε έναν κοινό φορέα που θα μπορούσε να είναι ακόμη και υπουργείο Ερευνας (ενδεχομένως συστεγάζοντας και την ανώτατη εκπαίδευση) όχι μόνο δεν εισακούστηκαν αλλά ούτε καν συζητήθηκαν σε κυβερνητικό επίπεδο.
Πολλά μέλη του ΕΣΕΤΕΚ ένιωσαν ένα αίσθημα ματαίωσης που οδήγησε σε παραιτήσεις μεταξύ των οποίων και του προέδρου. Η ιστορία του ΕΣΕΤΕΚ συμπυκνώνει τις τύχες της έρευνας στην Ελλάδα: έργο σισύφειο ρομαντικών επιστημόνων που έχουν να παλέψουν με τον κυκεώνα της πολυνομίας και της γραφειοκρατίας, τα αντικρουόμενα συμφέροντα ως προς την κατανομή των πόρων, την άγνοια ή την αδιαφορία όσων αναλαμβάνουν το χαρτοφυλάκιο της έρευνας.
*Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.
(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ")