Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως για τον πόλεμο αυτόν την πρωταρχική ευθύνη φέρει η κυβέρνησις Μπάιντεν. Άλλως τε ακόμη δεν έχουν διερευνηθεί εις βάθος οι συναλλαγές του υιού του τέως Αμερικανού Προέδρου, του Χάντερ Μπάιντεν με την Ουκρανία του Βολόντιμιρ Ζελένσκι, και οι πιθανές διαπλοκές των περιέργων αυτών σχέσεων με τα αίτια του πολέμου.
Γεγονός είναι πως η κυβέρνησις Μπάιντεν είχε «επενδύσει» στην πόλεμο αυτόν. Είχε επενδύσει σε έναν μακράς διαρκείας πόλεμο στην Ουκρανία. Προσφάτως, τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι υποψίες που υπήρχαν για αυτού του είδους την εμπλοκή των Αμερικανών, επιβεβαιώθηκαν. Η πρώην υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόρια Νούλαντ, ομολόγησε ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να έχει τελειώσει τον Απρίλιο του 2022. Απεκάλυψε ότι οι «δυτικές δυνάμεις» υπονόμευσαν τις συνομιλίες των δύο εμπολέμων στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα αυτές να ναυαγήσουν. Με αποτέλεσμα να περιέλθει η Ουκρανία σε πολύ πιο δεινή θέση, υφιστάμενη απώλειες και χάνοντας εδάφη για όλο το διάστημα που μεσολάβησε.
Γεγονός είναι πως εκτός από την Ουκρανία, στα τρία αυτά χρόνια δεινοπάθησε και η Ευρώπη, η οποία ευρέθη να σύρεται από το άρμα των Δημοκρατικών των ΗΠΑ με μικρότερη, πλην πολύ σοβαρή συνέπεια, την κατακόρυφη άνοδο του ενεργειακού κόστους που έπληξε την όποια βιομηχανική δυνατότητα της έχει απομείνει.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς να δεί τους Ευρωπαίους ηγέτες να υποδέχονται με ανακούφιση την προοπτική της ειρήνης. Και όμως όχι. Με μοναδική εξαίρεση την Βρεταννία, όλοι αμφισβητούν την ειρηνευτική πρωτοβουλία Τράμπ. Ακόμη και δημοσιεύματα υπήρξαν (λίγες μόνον ώρες μετά την ανακοίνωση της συνομιλίας των Προέδρων ΗΠΑ και Ρωσσίας) που κοστολογούσαν την ζημία της Ευρώπης από την επικειμένη εμπλοκή της στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Ενώ μάλλον η συμμετοχή στην ανοικοδόμηση θα είναι κερδοφόρος. Εκτός εάν επρόλαβαν οι πονηροί Βρεταννοί, οι οποίοι προ μηνός περίπου συνήψαν δεκαετή συμφωνία με τον Ζελένσκι, που τους εξασφαλίζει σημαντικό μερίδιο από τα έργα αποκαταστάσεως των υποδομών της καθημαγμένης από τον πόλεμο χώρας.
Τι ακούμε όμως εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Σχεδόν ξορκίζουν την ειρηνευτική διαδικασία. Ο Καγκελλάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, μίαν εβδομάδα πριν υποστεί μια τεραστίων διαστάσεων εκλογική ήττα, ομιλεί για «επιβεβλημένη στην Ουκρανία ειρήνη» και εκφράζει την άρνησή του.
«Λυπηρό» χαρακτηρίζει το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τραμπ «έκανε υποχωρήσεις» προς στον Βλαντιμίρ Πούτιν για την Ουκρανία, ο υπουργός Αμύνης της Γερμανίας Μπόρις Πιστόριους.
Αφοριστική η υπάτη εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και την Άμυνα Μάγια Κάλλας υποστηρίζει ότι: «Καμμία συμφωνία στην πλάτη μας δεν θα λειτουργήσει. Οποιαδήποτε συμφωνία θα χρειάζεται την συμμετοχή της Ουκρανίας και της Ευρώπης». Και ακόμη χειρότερα ομιλεί για «βρώμικη συμφωνία»: «Κάθε εσπευσμένη λύση είναι μια βρώμικη συμφωνία σαν αυτή που έχουμε ήδη δεί, στο Μίνσκ, για παράδειγμα». Να θυμίσουμε ότι η συμφωνία του Μίνσκ είχε αποτρέψει έναν ρωσσο-ουκρανικό πόλεμο το 2014 και οι παραβιάσεις της, τις οποίες κατήγγειλε η Μόσχα, υπήρξαν η αιτία της εισβολής του 2022.
Και στο Παρίσι όμως η εμμονή φαίνεται παθολογική. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ζαν-Νοέλ Μπαρώ ομιλεί για «εγγυήσεις ασφαλείας» που θα παράσχει η ΕΕ στην Ουκρανία, «ακόμη και στην περίπτωση που καθυστερήσει η ένταξίς της στο ΝΑΤΟ». Η προοπτική εντάξεως της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν ο βασικότερος λόγος της εισβολής, και ο Γάλλος υπουργός εξακολουθεί να ομιλεί για αυτήν. Κατά κάποιον τρόπον είναι πρόοδος αν σκεφθεί κανείς ότι πριν από λίγες εβδομάδες ο Πρόεδρος Μακρόν (και αυτός στα πρόθυρα της πολιτικής καταρρεύσεως) απειλούσε να στείλει στρατό (την Λεγεώνα των Ξένων ίσως;) στην Ουκρανία.
Δυστυχώς, τα είπε όλα σε μια φράση ο αντιπρόεδρος του ρωσικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας Ντμίτρι Μεντβέντεφ: «Η ψυχρή γεροντοκόρη Ευρώπη έχει τρελλαθεί από φθόνο και οργή. Η Ευρώπη φθόνησε και οργίστηκε για την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Αμερικανός ομόλογός του Ντόναλντ Τραμπ, επειδή αυτό έδειξε ότι η δύναμή της στην παγκόσμια σκηνή έχει μειωθεί».
*Από estianews.gr