Η Κίνα σπεύδει να δηλώσει πρόθυμη να φιλοξενήσει μια συνάντηση Πούτιν-Τραμπ, υποδηλώνοντας έτσι μιαν ορισμένη ανησυχία ότι ενδέχεται να παραγκωνισθεί από μία ρωσο-αμερικανική entente. Η Γερμανία δηλώνει δια του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς ότι “δεν πρέπει να υπάρξει ειρήνη δια της επιβολής” και δια του υπουργού Αμύνης Μπόρις Πιστόριους ότι “ήταν λάθος του Τραμπ να προβεί σε παραχωρήσεις προς τη ρωσική πλευρά προτού καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις”

Ο Πολωνός πρωθυπουργός τονίζει, απηχώντας την αίσθηση των ευρωπαϊκών ηγεσιών ότι έχουν απολύτως “αδειασθεί”, πως χρειάζεται μια δίκαιη ειρήνη που μόνο η συνεργασία ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ουκρανίας μπορεί να εξασφαλίσει. Οι δημοσιογράφοι ρωτούν αν η Ουκρανία θα είναι ισότιμος εταίρος στις ειρηνευτικές συνομιλίες, για να λάβουν απλώς από τον Τραμπ την απάντηση ότι “αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση”…

Ο δε πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και νυν αντιπρόεδρος του πανίσχυρου ρωσικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, Ντίμιτρι Μεντβέντεφ επαίρεται ότι, όπως αποδείχθηκε, “κανείς δεν μπορεί να νικήσει” τη χώρα του και καγχάζει ότι η “ψυχρή γεροντοκόρη Ευρώπη”, η οποία “έχει πια τελειώσει”, αισθάνεται “φθόνο και οργή” από το φλερτ Πούτιν και Τραμπ.

Όλα αυτά είναι μόνο μία μικρή συγκομιδή των πρώτων αντιδράσεων των όσων προέκυψαν την Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025, μία ημέρα που, όπως και αν το δει κανείς, θα περάσει στην Ιστορία. Η αρχή έγινε με τον νέο επικεφαλής του Πενταγώνου Πίτερ Χέγκσεθ, ο οποίος, σε συνάντηση με τους ομολόγους του στο ΝΑΤΟ διαμήνυσε ότι ο στόχος της ένταξης της Ουκρανίας στη συμμαχία είναι “μη ρεαλιστικός”, όπως άλλωστε και αυτός της αποκαταστάσεως της ουκρανικής κυριαρχίας στα σύνορα του 2014. Πρόσθεσε μάλιστα ότι εναπόκειται στην ευρωπαϊκή πλευρά να αναλάβει εφεξής το οικονομικό και επιχειρησιακό βάρος της σταθεροποιήσεως της Ουκρανίας, εφόσον αμερικανικά στρατεύματα δεν πρόκειται να αναπτυχθούν στην σχεδιαζόμενη γραμμή εκεχειρίας, αλλά ούτε και να υπαχθούν υπό το άρθρο 5 του καταστατικού του ΝΑΤΟ οι όποιες ευρωπαϊκές δυνάμεις αναλάβουν αυτόν τον ρόλο.

Αν το σκληρό μήνυμα δεν ήταν ήδη σαφές, την σκυτάλη πήρε αργότερα εντός της ημέρας ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος στους προσφιλείς του θριαμβολογικούς τόνους ανακοίνωσε ότι είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο ομόλογό του, κατά την οποία συμφωνήθηκε να διοργανωθεί συνάντησή τους, πιθανότατα στη Σαουδική Αραβία και εν συνεχεία να ανταλλαγούν επισκέψεις, ενώ παραλλήλως δρομολογούνται διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της συγκρούσεως στην Ουκρανία. Τα δε συμφωνηθέντα ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι τα πληροφορήθηκε εκ των υστέρων, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τραμπ, ο οποίος εκτός των άλλων έχει θέσει και ζήτημα διεξαγωγής εκλογών στην Ουκρανία. Υπενθυμίζεται ότι λόγω της καταστάσεως επιστρατεύσεως δεν έχουν υπάρξει προεδρικές εκλογές, μολονότι η θητεία του Ζελένσκι έχει λήξει από τον περασμένο Μάρτιο – με αποτέλεσμα ο Πούτιν να αρνείται να τον αποδεχθεί ως συνομιλητή, αναγνωρίζοντας ως νομιμοποιημένο μόνο το ουκρανικό κοινοβούλιο.

Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι ο Τραμπ δεν περιορίσθηκε να ανακοινώσει την έναρξη της προσπάθειας επιλύσεως της αιματηρής ουκρανικής εκκρεμότητος, αλλά έκανε λόγο για “συνεργασία” με τη Ρωσία και μάλιστα να ανακαλέσει την κοινή πολεμική προσπάθεια των δύο πλευρών κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όλα αυτά συνιστούν δραματική επιτάχυνση των εξελίξεων, καθώς τις αμέσως προηγούμενες ημέρες η μεν ρωσική πλευρά (ο Μεντβέντεφ, ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ο υφυπουργός Σεργκέι Ριάμπκοφ κ.ά.) εξέφραζε ισχυρές αμφιβολίες για το κατά πόσον μια συνεννόηση με τις ΗΠΑ είναι εφικτή ή και σκόπιμη, τονίζοντας ότι οι σχέσεις έχουν διαταραχθεί “σε βάθος δεκαετιών”. Αλλά και ο Τραμπ είχε διευρύνει σε έξι μήνες το διάστημα εντός του οποίου θα καταπιανόταν με το ουκρανικό ζήτημα. Είναι προφανές ότι σε επίπεδο κορυφής έπεσαν εντέλει δυνατά διαπραγματευτικά χαρτιά...

Το δε κλίμα, κατά τυπικά ψυχροπολεμικό τρόπο, ελάφρυνε προηγουμένως η ανταλλαγή ενός Αμερικανού και ενός Ρώσου κρατούμενου (του εκδοθέντος από την Ελλάδα στις ΗΠΑ “Μr.Bitcoin”, κατά κόσμον Αλεξάντρ Βίνικ), καθώς και η απελευθέρωση άλλων τριών από τη Λευκορωσία. Ανάλογα με την οπτική του καθενός η προσέγγισις Πούτιν-Τραμπ θα μπορούσε να παραβληθεί είτε με το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, οπότε η ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση συμφώνησαν τον διαμελισμό της Πολωνίας, είτε με το άνοιγμα του Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα, που θεωρήθηκε καταλυτικό για την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου. Ότι ο Τραμπ αποβλέπει σε μία αντιγραφή της συνταγής Νίξον-Κίσσινγκερ, με στόχο αυτή τη φορά την απομόνωση όχι της Σοβιετικής Ένωσης, όπως τη δεκαετία του '70, αλλά της Κίνας, την οποία κατονομάζει ως τον κύριο ανταγωνιστή των ΗΠΑ, ήταν σαφές από την προηγούμενη κιόλας προεδρική θητεία του. Όμως το κατεστημένο Δημοκρατικών και “βαθέος κράτους” ναρκοθέτησε αυτή την προοπτική ήδη από τις τελευταίες ημέρες του Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο, καθώς διαφορετικές στρατηγικές εκτιμήσεις διεπλάκησαν με την μικροπολιτική ανάγκη να εξηγηθεί (δια της θεωρίας συνωμοσίας του Russiagate) η ήττα της Χίλαρι Κλίντον, ενώ κρίσιμη σημασία είχε και η παρεμβολή παικτών όπως η Βρετανία με τις δικές της τυχοδιωκτικές προτεραιότητες.

Το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσει τη δική της ζωή η επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία, που για κάποιους είχε και ιδεολογικά χαρακτηριστικά (λ.χ. ότι η “επιτυχία της δημοκρατίας στην Ουκρανία” αποτελεί απειλή για την εξουσία του Πούτιν κτλ.). Όμως έτσι οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε τροχιά σύγκρουσης ταυτοχρόνως με τη Ρωσία και την Κίνα, ρίχνοντας βαθύτερα τη μία στην αγκαλιά της άλλης. Η ίδια η επιλογή του Ρώσου προέδρου να οδηγήσει τα πράγματα στην ένοπλη αντιπαράθεση, η αντοχή της ρωσικής οικονομίας στις κυρώσεις, η απροθυμία σημαντικών τρίτων να συνταχθούν με αυτές, το δημογραφικό και παραγωγικό πλεονέκτημα της Ρωσίας έναντι της Ουκρανίας, η διεξαγωγή του πολέμου κατά τρόπο που δεν αναστατώνει τις σταθερές της ρωσικής κοινωνίας οδήγησαν σε διάψευση όσους προσέβλεπαν σε μία στρατηγική ήττα του Πούτιν.

Η “συλλογική Δύση” θα πρέπει ή να αφήσει την Ουκρανία να αιμορραγεί, με κίνδυνο πλήρους κατάρρευσης στο μέλλον, ή να κλιμακώσει την δική της εμπλοκή, με αντίπαλο όμως μία πυρηνική δύναμη, ή να επιχειρήσει μία αναδίπλωση, με την προσδοκία ταχείας ανασύνταξης. Το τελευταίο σενάριο, που είναι και το πιο ορθολογικό, προσκρούει όμως στην ανάγκη διατήρησης της “αξιοπιστίας” των ΗΠΑ μετά από μία τόσο μεγάλη επένδυση στον ουκρανικό πόλεμο.

Ο Τραμπ αισθάνεται ότι μπορεί να επικοινωνήσει την αναδίπλωση ως ενός είδους νίκη και προσφορά προς την ανθρωπότητα. Άλλωστε το κλείσιμο αυτής της περιπέτειας έχει μεγάλη σημασία και για την σταθεροποίηση της εξουσίας του στο εσωτερικό των ΗΠΑ: δεν πρόκειται μόνο για την άμεση υλοποίηση μιας προεκλογικής εξαγγελίας, προς μεγάλη ικανοποίηση του εκλογικού του ακροατηρίου, αλλά και για την επιχειρούμενη εξάρθρωση ενός διεθνικού δικτύου πολιτικής επιρροής και διακίνησης χρήματος, στο οποίο πλέον οι Ρεμπουμπλικανοί δεν είχαν παρουσία.

Οι Δημοκρατικοί, που είχαν φθάσει να αποθεώνουν φιγούρες όπως η Λιζ Τσένι, από τον κύκλο των νεοσυντηρητικών που είχε την πατρότητα της εισβολής στο Ιράκ, απομένουν έκθετοι. Ο Τραμπ επέλεξε αυτό που η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν επέλεξε ποτέ – και ήταν απλό σαν το αυγό του Κολόμβου. Ανοίγοντας δίαυλο άμεσης επικοινωνίας με τη Μόσχα, ακόμη και αν δεν προκύψει συμφωνία, δημιουργεί έναν “ενάρετο κύκλο” εκτόνωσης, στη θέση του ρίσκου μιας αναμετρήσεως που θα μπορούσε να καταστεί πυρηνική.

Άλλωστε, τα σημαντικότερα ζητούμενα από αμερικανικής πλευράς έχουν ήδη καταγραφεί: η δυνάμει απειλητική συνεργασία Γερμανίας-Ρωσίας έχει αποτραπεί και η Βαλτική έχει μετατραπεί σε οιονεί “νατοϊκή λίμνη”.

Δεν  είναι πάντως υπερβολή να ειπωθεί ότι στο εσωτερικό της Ρωσίας υφίσταται τη στιγμή αυτή μια μεγάλη σύγκρουση: με την κοινή γνώμη να διανύει άλλη μία, τυπικά ρωσική, φιλοδυτική στιγμή, ελπίζοντας ότι ο Τραμπ μπορεί να εξαφανίσει εν μία νυκτί τις πηγές συγκρούσεων, την “πατριωτική αντιπολίτευση” να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι η χώρα κινδυνεύει να χάσει δια της ειρήνης όσα εξασφάλισε δια του πολέμου, και τον Πούτιν να βρίσκεται ανάμεσα στις αντίθετες εισηγήσεις του Γενικού Επιτελείου και της κεντρικής τράπεζας, ως συλλογικού εκπροσώπου των ολιγαρχών που αδημονούν να αποκαταστήσουν τη σχέση με τους δυτικούς ομολόγους τους.

Σε κάθε περίπτωση, το κύριο ζητούμενο για τη Μόσχα δεν είναι η μία ή η άλλη διευθέτηση ως προς την Ουκρανία, αλλά η συγκρότηση ενός νέου συστήματος συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη. Πολύ χαρακτηριστικά, το προανάκρουσμα της εισβολής στην Ουκρανία ήταν τα δύο σχέδια συμφωνίας, τα οποία παρουσίασε η ρωσική διπλωματία τον Δεκέμβριο του 2021 ως οιονεί “τελεσίγραφα” προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αλλά έμειναν αναπάντητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ τόνισε πως, πέρα από το ουκρανικό ζήτημα, η Μόσχα επιθυμεί μια “εις βάθος συζήτηση” για “την ασφάλεια στην ευρωπαϊκή ήπειρο» στο σύνολό της”. Μάλλον λοιπόν βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή μιας πολύ μεγαλύτερης διαπραγματεύσεως.

(από την εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr