«Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα σαμποτάρουν τις δικές τους βιομηχανίες, την ώρα που η Κίνα μολύνει ατιμώρητα. Αποσύρομαι άμεσα από αυτή την κοροϊδία», έλεγε ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοινώνοντας την αποχώρηση της Ουάσιγκτον από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Η αλήθεια είναι ότι η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο εκπομπό αερίων του θερμοκηπίου στον κόσμο. Αλλά είναι και ο παγκόσμιος πρωτοπόρος στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Εξάλλου, οι ΗΠΑ μειώνουν μεν τους βιομηχανικούς ρύπους τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά παραμένουν ιστορικά ο κύριος παράγοντας συνεισφοράς στο σύνολο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Ομως όλα αυτά έχουν μικρή σημασία για τον Ντόναλντ Τραμπ και κατ’ επέκταση τους ψηφοφόρους του: μόλις το 20% των Αμερικανών που στρατεύονται με τους Ρεπουμπλικανούς θεωρεί την κλιματική αλλαγή μεγάλη υπόθεση (βλ. γράφημα).
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ υπέγραψε ήδη εκτελεστικό διάταγμα που προωθεί την αποχώρηση της Αμερικής από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, η οποία απαιτεί από τις χώρες που συμμετέχουν εθνικά καθορισμένες συνεισφορές στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ δεν θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις υπό την ομπρέλα των Ηνωμένων Εθνών και ως εκ τούτου δεν θα καταβάλουν προσπάθεια για τη μείωση των εκπομπών ρύπων.
Ο Τραμπ είχε αποσυρθεί και στην πρώτη θητεία του από τη διεθνή συμφωνία, χάρη στην οποία σχεδόν 200 χώρες δεσμεύθηκαν να διατηρήσουν την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου και ιδανικά κάτω από 1,5 βαθμό.
Παραγωγή πετρελαίου
Επιπλέον, υλοποιώντας το προεκλογικό σλόγκαν «drill, baby, drill», ο Αμερικανός πρόεδρος κήρυξε κατάσταση έκτακτης ενεργειακής ανάγκης, με διάταγμα το οποίο προάγει την επέκταση πετρελαίου και φυσικού αερίου. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι σήμερα οι ΗΠΑ είναι ήδη ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου από οποιαδήποτε χώρα στην Ιστορία.
Ο ίδιος προβαίνει στην απελευθέρωση των αδειοδοτήσεων, παρακάμπτοντας παραμέτρους όπως η προστασία των απειλούμενων ειδών –βλ. φάλαινες και θαλάσσιες χελώνες– που μέχρι σήμερα έβαζαν κάποια εμπόδια στην ανάπτυξη των ορυκτών καυσίμων στις ΗΠΑ. Παράλληλα ανοίγει περιοχές για γεωτρήσεις στο παρθένο Εθνικό Καταφύγιο Αγριας Ζωής της Αρκτικής.
Ανακαλεί, δε, τον διακηρυγμένο –μη δεσμευτικό– στόχο της κυβέρνησης Μπάιντεν να αποτελέσουν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα το 50% του στόλου των οχημάτων που θα πωλούνται από το 2030 – πιθανώς θα καταργήσει και την έκπτωση φόρου 7.500 δολαρίων για νέες αγορές EV που είχε εγκρίνει το Κογκρέσο επί προεδρίας Μπάιντεν. Ετσι, η κυβέρνηση Τραμπ εγείρει συν τοις άλλοις ερωτήματα για την κατεύθυνση που θα πρέπει να τηρήσουν οι αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, όταν ο υπόλοιπος κόσμος κινείται αποφασιστικά προς την ηλεκτροκίνηση.
Πάντως, οι νέες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια οι τομείς της καθαρής ενέργειας και τα κεφάλαια τα οποία έχουν τοποθετήσει οι επενδυτές καθιστούν πιο σύνθετο εγχείρημα την εφαρμογή της ατζέντας Τραμπ για την ενέργεια και το κλίμα.
Στο μεταξύ, στον αέρα βρίσκονται θέματα όπως η τύχη της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος με έδρα την Ουάσιγκτον αλλά και η έκδοση μελλοντικών αδειών για τερματικούς σταθμούς LNG.
Kόντρα στο… κλίμα
Η ειρωνεία είναι ότι η επέλαση του Ντόναλντ Τραμπ στην πράσινη πολιτική των ΗΠΑ έρχεται αμέσως μετά από γεγονότα που συνηγορούν στην ανάγκη για δράση προς την αντίθετη κατεύθυνση: οι καταστροφικοί τυφώνες στη Φλόριντα και στη Βόρεια Καρολίνα προηγήθηκαν των ολέθριων δασικών πυρκαγιών στο Λος Αντζελες σε μια χρονιά-ρεκόρ με τις υψηλότερες θερμοκρασίες στην ανθρώπινη Ιστορία.
Από την άλλη, ο Αμερικανός πρόεδρος στηρίζει τις επιλογές του με την υπόσχεση να μειώσει στο μισό τις τιμές ενέργειας στις ΗΠΑ, διατυπώνοντας ιδέες αρκετά δημοφιλείς ως οικονομικά λιγότερο επώδυνες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η μοναξιά της Ευρώπης
Οι εξελίξεις καθιστούν την Ευρωπαϊκή Ένωση αναμφίβολα πιο απομονωμένη στην εκπλήρωση των κλιματικών στόχων, οι οποίοι -σύμφωνα με ορισμένες επιστημονικές εκτιμήσεις- βρίσκονται ήδη εκτός τροχιάς. Ενθαρρύνουν, στο μεταξύ, τις φωνές στο εσωτερικό της που ζητούν τη χαλάρωση των στόχων για το κλίμα ως μέσο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Από την άλλη πλευρά, προσδίδουν άλλη διάσταση στο επιχείρημα ότι η Ευρώπη θα πρέπει αντιθέτως να «τρέξει» πιο γρήγορα την πράσινη μετάβαση με διττά οφέλη για την οικονομία και το κλίμα. Ως αποτέλεσμα, κερδίζει έδαφος η εκτίμηση ότι η Ε.Ε. δεν θα εγκαταλείψει τον ενεργειακό μετασχηματισμό της, αλλά θα δώσει ισχυρότερη ώθηση στη δική της παραγωγή ενέργειας, επανεκτιμώντας τις εμπορικές σχέσεις της τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Κίνα. Πάντως, με δεδομένη την αλλεργία του Ντόναλντ Τραμπ στην παγκόσμια συνεργασία και πολυμέρεια, το Πεκίνο αναμένεται τώρα να προσεγγίσει την Ευρώπη ακόμη πιο επιτακτικά ως εταίρο και βασικά πελάτη της. Εξ ου και το ενδιαφέρον σταδιακά μετατοπίζεται στις αποφάσεις της Ευρώπης πάνω σε αυτήν τη βάση.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)