Αυτό επηρεάζει τόσο τις επενδύσεις που είχαν ανακοινωθεί και αναγκαστικά εγκαταλείπονται, όσο και τους καταναλωτές που πόνταραν στις κρατικές επιδοτήσεις ώστε να μετέχουν ενεργά στην πράσινη μετάβαση.
Μία ανάσα πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου στη Γερμανία, οι αναλυτές ήδη θεωρούν ως τελειωμένη υπόθεση την πράσινη πολιτική της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας. Αν και τα μεγαλύτερα κόμματα, CDU και SPD, έχουν δεσμευτεί ότι θα διατηρήσουν τον εθνικό στόχο για μηδενικές εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2045, μία τέτοια επιτυχία φαίνεται να απομακρύνεται καθώς η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση διακόπτεται και η πολιτική ηγεσία επικεντρώνεται σε άλλα ζητήματα. Παράλληλα, οι δηλώσεις ορισμένων υψηλόβαθμων πολιτικών στελεχών, όπως του πιθανού νέου Καγκελάριου, Φρίντριχ Μερτς, προκαλούν ανησυχίες σε επενδυτές και πολίτες για το κατά πόσο η νέα γερμανική κυβέρνηση θα παραμείνει πιστή σε όσα είχαν αποφασίσει οι προκάτοχοί της.
Η αλήθεια είναι πως τα πρώτα σημάδια υποχώρησης είχαν φανεί πριν την κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτς. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 2023, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Σολτς ανακοίνωσε πως διακόπτει τις επιδοτήσεις για αγορά ηλεκτρικών οχημάτων, σε μία προσπάθεια να περάσει τον προϋπολογισμό του 2024. Ως εκ τούτου, οι πωλήσεις EV στη Γερμανία κατέρρευσαν το 2024, σημειώνοντας πτώση που ξεπέρασε το 27%, και συμπαρασύροντας τις προοπτικές της ευρωπαϊκής αγοράς ευρύτερα.
Στο άλλο άκρο, η ανησυχία ότι η νέα κυβέρνηση θα διακόψει τις επιδοτήσεις για τις αντλίες θερμότητας οδήγησε πολλούς Γερμανούς να υποβάλουν αιτήσεις στο τέλος του 2024, αυξάνοντας δραματικά τις πωλήσεις του σχετικού εξοπλισμού. Όπως εξηγούν οι άνθρωποι της αγοράς, ένα πιθανό πλήγμα στη χρηματοδότηση των αντλιών θερμότητας θα επηρέαζε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς οι γερμανικές επιχειρήσεις είχαν προσαρμοστεί στο πράσινο μοντέλο. Μία άτακτη επιστροφή στα συστήματα θέρμανσης ορυκτών καυσίμων θα σήμαινε την ανάγκη για νέες αλλαγές εκ μέρους των παικτών της αγοράς.

Οι αιτήσεις για αντλίες θερμότητες κατά το τελευταίο έτος. Πηγή: Bloomberg.
Παρόμοιες ανησυχίες εκφράζουν και οι επιχειρήσεις που σχεδίαζαν να δραστηριοποιηθούν στις πράσινες τεχνολογίες. Για παράδειγμα, η Γερμανία είχε ξεκινήσει την ανάπτυξη μίας αγοράς πράσινου υδρογόνου, τόσο με σχέδια για διακρατικές συνεργασίες μέσω αγωγών— με την Ελλάδα να συμμετέχει σε μία από αυτές τις συμφωνίες— όσο και με εγχώριες επενδύσεις. Για παράδειγμα, η παραγωγός χάλυβα Thyssenkrupp είχε λάβει επιδοτήσεις ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να κατασκευάσει μονάδες παραγωγής που λειτουργούν με υδρογόνο. Ωστόσο, αυτό το σχέδιο, όπως και αρκετά άλλα, έχουν πλέον πατήσει παύση μέχρι νεοτέρας.
Αντίστοιχα απαισιόδοξοι είναι και οι επενδυτές ΑΠΕ. Με τη Γερμανία να βιώνει αρκετές περιόδους Dunkelflaute— δηλαδή ημέρες όταν η παραγωγή ΑΠΕ μηδενιζόταν λόγω των καιρικών συνθηκών— κατά τους χειμερινούς μήνες 2024-2025, και τον Μερτς να δηλώνει πρόθυμος να αγοράσει περισσότερο αμερικανικό LNG προκειμένου να κατευνάσει τη νέα αμερικανική ηγεσία. Ο ίδιος είχε αναφέρει πως η Γερμανία οφείλει να κατασκευάσει δεκάδες νέες μονάδες καύσης φυσικού αερίου, ενώ είχε αμφισβητήσει την απόφαση να σταματήσει η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας.
Εντούτοις, αξίζει να αναφερθεί πως τα σημερινά προβλήματα της Γερμανίας στον τομέα της ενέργειας δεν προέκυψαν ξαφνικά, αλλά προκλήθηκαν από τις αποφάσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων, ειδικά εκείνων της Άνγκελα Μέρκελ, μίας εμβληματικής μορφής για το CDU. Για παράδειγμα, οι γερμανικές κυβερνήσεις είχαν εντείνει την εξάρτηση της Γερμανίας από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, ήδη από τη δεκαετία του 1970, ελπίζοντας ότι η οικονομική συνεργασία θα απέτρεπε την ΕΣΣΔ και μετέπειτα Ρωσία, από το να επιτεθεί στους δυτικούς γείτονές της. Αυτή η νοοτροπία συνεχίστηκε ακόμα και τις παραμονές της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022. Ακόμα και σήμερα, η Γερμανία συνεχίζει να προμηθεύεται ρωσικά καύσιμα μέσω άλλων ευρωπαϊκών αγορών, ενώ ορισμένοι ήδη σχεδιάζουν τις επόμενες κινήσεις προσέγγισης μετά το τέλους του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου.
Παρομοίως, το CDU ήταν εκείνο που προώθησε την πρωτοφανή συνταγματική αναθεώρηση περί δημοσιονομικού φρένου, κάτι που απαγορεύσει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δανείζεται προκειμένου να βοηθήσει τη γερμανική οικονομία. Αυτό σημαίνει πως ο νέος στόχος της Γερμανίας για αύξηση των αμυντικών δαπανών θα πρέπει να μειώσει τις δαπάνες σε κάποιον άλλον τομέα, με τις πράσινες επενδύσεις να είναι πιθανότατα ο πιο εύκολος στόχος. Η προσέγγιση αυτή αποδεικνύει πως οι Γερμανοί πολιτικοί δεν έχουν διδαχθεί τα επώδυνα μαθήματα των προηγούμενων ετών, εντείνοντας την τρωτότητα της δικής τους οικονομίας με αντάλλαγμα τον προσωρινό κατευνασμό των ξένων εταίρων τους.