Γερμανία: Κι Όμως, τα Κλιματικά Μέτρα Ωφελούν την Οικονομία

Γερμανία: Κι Όμως, τα Κλιματικά Μέτρα Ωφελούν την Οικονομία
της Χόλι Γιανγκ / Επιμέλεια του Γιώργου Πασσά
Τετ, 19 Φεβρουαρίου 2025 - 18:00

Ενόψει των εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου, οι θέσεις εργασίας, τα εισοδήματα και η στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας βρίσκονται στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας. Και για τα προβλήματα αυτά πολλοί κατηγορούν τα μέτρα για την προστασία του κλίματος.

Ο Φρίντριχ Μερτς, επικεφαλής της CDU και φαβορί για την καγκελαρία, έχει δηλώσει πως θα περιορίσει τη λειτουργία σταθμών παραγωγής ενέργειας από άνθρακα και φυσικού αερίου μόνο στον βαθμό που αυτό δεν θα έχει επιπτώσεις για τη γερμανική βιομηχανία. Ακόμα και κόμματα που εστιάζουν περισσότερο στην κλιματική κρίση δεν υπερτονίζουν τις περιβαλλοντικές τους θέσεις τόσο, όσο στις εκλογές του 2021.

Όλα αυτά αποτελούν λόγο ανησυχίας για αρκετούς ειδικούς, οι οποίοι φοβούνται πως η οικονομία τίθεται σε προτεραιότητα σε βάρος του κλίματος – και αυτό παρότι σύμφωνα με έρευνα της γερμανικής Climate Alliance το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα ήθελε να ληφθούν περισσότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Η γερμανική οικονομία, η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, παρουσίασε ύφεση για δύο συναπτά έτη για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες.

Η Γερμανία, η οποία βασίζεται πολύ στις εξαγωγές, επηρεάστηκε σημαντικά από τις υψηλές τιμές στην ενέργεια, την περιορισμένη εγχώρια ζήτηση, αλλά και το αδύναμο παγκόσμιο εμπόριο, ενώ η αυτοκινητοβιομηχανία προχώρησε σε μαζικές απολύσεις και κατέγραψε μείωση στις πωλήσεις και τα κέρδη.

Κατά τον Γκούναρ Λούντερερ, ειδικό στην ενεργειακή μετάβαση από το Ινστιτούτο Ερευνών για τις Επιπτώσεις στο Κλίμα του Πότσνταμ, τα προβλήματα στην οικονομία δεν οφείλονται στις μεταρρυθμίσεις για το κλίμα: «Τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας είναι διαρθρωτικά και έχουν βαθύτερα αίτια».

Σύμφωνα με τον ειδικό, ένα βασικό ζήτημα είναι η εξάρτηση της χώρας από το ρωσικό αέριο – και ως εκ τούτου η απεξάρτηση μετά την εισβολή στην Ουκρανία αποδείχθηκε κοστοβόρα. Ταυτοχρόνως, οι υψηλές τιμές στην ενέργεια επηρέασαν την οικονομία μέσω της αύξησης τόσο του κόστους της παραγωγής – ιδίως για τις βιομηχανίες που χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ενέργειας – όσο και των τιμών για τους καταναλωτές.

Το γερμανικό οικονομικό μοντέλο αποδείχθηκε επίσης ευάλωτο στον διεθνή ανταγωνισμό και την επέκταση της Κίνας σε νέες αγορές, όπως για παράδειγμα στον κλάδο της ηλεκτροκίνησης, προσθέτει ο Λούντερερ. «Οι επιχειρήσεις της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας δεν έδρασαν αρκετά γρήγορα και καθυστέρησαν πολύ να λάβουν τα μέτρα τους για αυτήν τη νέα τάση. Και αυτό ακριβώς πληρώνουμε τώρα».

«Ο ισχυρισμός πως τα μέτρα για την προστασία του κλίματος στη Γερμανία είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία είναι αναληθής», συμφωνεί η Κλαούντια Κέμφερτ, οικονομολόγος και ειδικός σε θέματα ενέργειας από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW). Η ειδικός εκτιμά μάλιστα πως τα έξυπνα μέτρα για το κλίμα μπορούν να δημιουργήσουν τεράστιο οικονομικό πλεονέκτημα, γεγονός που συχνά παραβλέπεται.

Η εστίαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ηλεκτροκίνηση και την ενεργειακή αποδοτικότητα απαιτεί επενδύσεις που δημιουργούν «αξία και θέσεις εργασίας», εξηγεί η Κέμφερτ, προσθέτοντας πως οι θέσεις εργασίας στον τομέα της ανανεώσιμης ενέργειας αυξήθηκαν κατά 15% στο διάστημα 2021-2022.

«Εάν η Γερμανία εστιάσει στην οικονομία σε βάρος του κλίματος, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούν θέσεις εργασίας, η χώρα να χάσει μέρος των ανταγωνιστικών της δυνατοτήτων και να αυξηθεί το κόστος για τα ορυκτά καύσιμα», επισημαίνει η Κέμφερτ.

Δεδομένης της ισχύος της Γερμανίας στις κατασκευές, τα μηχανήματα και την αυτοκινητοβιομηχανία, υπάρχουν ακόμη πολλές ευκαιρίες ώστε η χώρα να μπορέσει να ηγηθεί στις πράσινες τεχνολογίες – όπως στην αιολική ενέργεια και την ηλεκτροκίνηση.

Επιπλέον, πολλοί ειδικοί δηλώνουν πως η παρουσία των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μείγμα έχει ως αποτέλεσμα να μην αυξηθεί δραματικά το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.

Όπως τονίζει ο Νίκλας Χένε, επιστήμονας και ιδρυτής του γερμανικού μη κερδοσκοπικού ερευνητικού Ινστιτούτου NewClimate, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται σε αναλογία με την ακριβότερη πηγή ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα – και αυτή αποτελούν συνήθως οι μονάδες φυσικού αερίου, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές έχουν διαρκώς χαμηλότερο κόστος παγκοσμίως. «Επομένως, οι τιμές στην ηλεκτρική ενέργεια αυξάνονται περισσότερο εξαιτίας της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα, παρά από την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».

Πολλά κόμματα έχουν δηλώσει πως θα αντιστρέψουν την αμφιλεγόμενη νομοθεσία για τον περιορισμό της χρήσης συστημάτων θέρμανσης με ορυκτά καύσιμα, η οποία τέθηκε σε ισχύ κατά τις αρχές του περασμένου έτους, καθώς και ότι θα αμφισβητήσουν την απόφαση της ΕΕ για απαγόρευση κυκλοφορίας νέων αυτοκινήτων με συμβατικούς κινητήρες από το 2035.

Αυτή η πολιτική αβεβαιότητα προκαλεί ανασφάλεια στον σχεδιασμό των επιχειρήσεων, παρατηρεί η Στέφανι Λάνγκκαμπ της Climate Alliance, η οποία επισημαίνει ακόμα πως «εάν δεν επενδύσουμε ήδη σήμερα στη δράση για το κλίμα, τότε θα υπάρξουν πραγματικά τεράστιες επιπτώσεις, τόσο για την οικονομία όσο και για το κόστος της κλιματικής αλλαγής».

Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, οι οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής παγκοσμίως εκτιμάται πως ανέρχονται σε επίπεδα έξι φορές υψηλότερα σε σύγκριση με τα χρήματα που πρέπει να επενδυθούν σε μέτρα για τη μείωση των ρύπων και της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Στη Γερμανία, τα ακραία καιρικά φαινόμενα υπολογίζεται πως έχουν προκαλέσει υλικές ζημιές ύψους 7 δισεκατομμυρίων ευρώ – και αυτό μόνο για το 2024.

Ο πλανήτης στρέφεται προς μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία, μία διαδικασία στην οποία έχουν ήδη γίνει σημαντικά βήματα. «Μπορεί κάποιες χώρες ή κάποιες βιομηχανίες να κινούνται με διαφορετική ταχύτητα από άλλες, ωστόσο αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο δεν πρόκειται να σταματήσει. Αυτός είναι και ο λόγος που αν δεν επενδύσει κάποιος τώρα στη δράση για το κλίμα, αργότερα θα δυσκολευτεί να ακολουθήσει τους ανταγωνιστές του», τονίζει η Λάνγκκαμπ.

«Η μοναδική επιλογή της γερμανικής οικονομίας είναι να λάβει από νωρίς μέτρα για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της πράσινης μετάβασης», συμφωνεί ο Λούντερερ. «Δεν υπάρχει πλέον επιστροφή. Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη γερμανική οικονομία είναι το να προσπαθήσει να καθυστερήσει τη μετάβαση ή να βασιστεί πολύ στα παλαιότερα επιχειρηματικά μοντέλα, που πλέον δεν είναι βιώσιμα».

 

(Πηγή: Deutsche Welle)

 

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr