εξαιτίας των ευρύτερων αδυναμιών της γερμανικής οικονομίας.
Οι τιμές ενέργειας έφτασαν σε επίπεδα ρεκόρ για την εποχή, με τη μέση τιμή να κυμαίνεται στα 128 ευρώ ανά MWh για το διάστημα 1-25 Φεβρουαρίου. Η εκτίναξη των τιμών οφείλεται στη χαμηλή απόδοση των αιολικών μονάδων λόγω του φαινομένου dunkelflaute, δηλαδή μίας παρατεταμένης περιόδου με ελάχιστη ηλιοφάνεια και συνεχή νηνεμία. Μολονότι το φαινόμενο δεν είναι νέο για την αγορά των ΑΠΕ, η Γερμανία έχει αντιμετωπίσει επαναλαμβανόμενα διαστήματα dunkelflaute κατά τον φετινό χειμώνα. Ως εκ τούτου, οι μονάδες καύσης υδρογονανθράκων έχουν αναγκαστεί να δουλεύουν ασταμάτητα, με τη Γερμανία να εισάγει και μεγάλες ποσότητες φορτίων από τις γειτονικές χώρες.

Η μέση τιμή επόμενης ημέρας στη Γερμανία για τον μήνα Φεβρουάριο. Πηγή: Bloomberg.
Εκτός των περιβαλλοντικών ανησυχιών, οι ΑΠΕ πλέον θεωρούνται μία από τις φθηνότερες πηγές ενέργειας όταν παράγουν σε επαρκή επίπεδα, με τις τιμές των πράσινων φορτίων να πλησιάζουν το μηδέν πολλές φορές. Ωστόσο, όταν η αποδοτικότητα των ΑΠΕ μειώνεται λόγω του dunkelflaute, οι πάροχοι ενέργειας αναγκάζονται να αγοράσουν τα πολύ ακριβότερα φορτία που παράγονται από φυσικό αέριο, πετρέλαιο, ή ακόμα και άνθρακα. Σύμφωνα με τους αναλυτές, η μόνη λύση για αυτό το πρόβλημα είναι η ανάπτυξη επαρκών μονάδων αποθήκευσης, κάτι που ήδη βρίσκεται στην κορυφή της ενεργειακής ατζέντας της Ευρώπης. Βέβαια, οι άνθρωποι της αγοράς προειδοποιούν πως η τοποθέτηση των αποθηκευτικών υποδομών πρέπει να γίνει με πολύ πιο στρατηγικά κριτήρια σε σχέση με τις ΑΠΕ.
Από την πλευρά του, ο πιθανότερος επόμενος Καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, έχει κριτικάρει το κλείσιμο των τελευταίων πυρηνικών αντιδραστήρων της χώρας, χωρίς όμως να έχει δηλώσει ρητά αν επιθυμεί να τους θέσει εκ νέου σε λειτουργία. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν μία απλή διαδικασία δεδομένου ότι το ανθρώπινο δυναμικό της συγκεκριμένης βιομηχανίας έχει συνταξιοδοτηθεί ή βρει εναλλακτική εργασία, οι υποδομές έχουν παροπλιστεί, και οι διαχειριστές δεν έχουν συμβόλαια ουρανίου και άλλων απαραίτητων πρώτων υλών.
Το φυσικό αέριο είναι μάλλον η εναλλακτική που προτιμά ο Μερτς, με τον ίδιο να προωθεί την κατασκευή δεκάδων νέων μονάδων. Όμως η αύξηση του μεριδίου του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της Γερμανίας αφενός θα επέτεινε την εξάρτησή της από τους ξένους προμηθευτές, και αφετέρου θα συνέχιζε να παρασύρει το ευρύτερο κόστος ενέργειας χάρη στις στρεβλώσεις του ευρωπαϊκού συστήματος τιμολόγησης.
Βέβαια, ένα σημαντικό εμπόδιο σε όλες αυτές τις φιλοδοξίες είναι η δημοσιονομική κατάσταση της Γερμανίας. Υπενθυμίζεται ότι το 2009, το κόμμα του Μερτς θέσπισε το αυστηρότατο μέτρο του Schuldenbremse που απαγορεύει από το ομοσπονδιακό κράτος να ξεπεράσει το 0,35% του ΑΕΠ σε χρέος, ενώ τα γερμανικά κρατίδια δεν έχουν καν το δικαίωμα να χρεωθούν. Η αλλαγή αυτού του πρωτοφανούς μέτρου, η οποία πλέον χαρακτηρίζεται απαραίτητη για την επιβίωση της γερμανικής οικονομίας από πολλούς οικονομολόγους, απαιτεί συνταγματική αναθεώρηση, δηλαδή τα δύο τρίτα των ψήφων και από τα δύο σώματα του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου.