Κουρδικό πρόβλημα δημιούργησε η έλευση της νεωτερικότητας, η κατάρρευση της Αυτοκρατορίας και η κατάτμησή της σε (φερόμενα ως μονοεθνοτικά) κράτη – εξ' ού και οι πρώτες εκδηλώσεις του αυτονομισμού των Κούρδων της Τουρκίας είχαν χαρακτήρα οπισθοδρομικό, αποτελώντας αντίδραση των γαιοκτημόνων στην εκκοσμίκευση, την απώλεια των προνομίων τους ενόψει δημιουργίας συγκεντρωτικής διοίκησης και την προοπτική αναδασμού της γης.
Όμως κουρδικό πρόβλημα δεν επιτρέπεται να υπάρχει ούτε σε καιρούς φιλοδοξιών νεο-οθωμανικής επέκτασης σαν τους τωρινούς, οπότε ακόμη και από υπεύθυνα πολιτικά χείλη γίνεται λόγος για τον "Εθνικό Όρκο” του 1920 που προέβλεπε την παραμονή υπό τουρκική κυριαρχία του Χαλεπίου και της Μοσούλης.
Εξ' ού και την (ιστορική οπωδήποτε, ακόμη και αν εν τέλει δεν ευοδωθεί) προσπάθεια που εξελίσσεται για ειρηνικό τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης με το ΡΚΚ θα πρέπει να τη δούμε στα συμφραζόμενα των δραματικών ανακατατάξεων νοτίως των συνόρων της Τουρκίας, μετά και την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Δαμασκό, αλλά και της αβεβαιότητας ως προς τις προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με την διατήρηση αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην κουρδοκρατούμενη βορειοανατολική Συρία.
Το ότι η προσπάθεια αυτή (η οποία κορυφώθηκε την Πέμπτη με το μήνυμα αυτοδιάλυσης του ΡΚΚ που απηύθυνε ο έγκλειστος στη νήσο Ιμραλί ιδρυτής του, Αμπντουλάχ Οτσαλάν) ξεκίνησε το φθινόπωρο με πρωτοβουλία του ηγέτη των συμπολιτευόμενων εθνικιστών, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ήτοι του τελευταίου Τούρκου πολιτικού από τον οποίο θα περίμενε κανείς τέτοια ανοίγματα, είναι χαρακτηριστικό. Προφανώς, κάποιοι στην Άγκυρα έβλεπαν το επερχόμενα και αναζήτησαν τρόπους να μετατρέψουν τους νέους κινδύνους σε ευκαιρία.
Η επίλυση του κουρδικού ζητήματος της Τουρκίας είναι απαραίτητη όχι μόνο ως κλείσιμο ενός μετώπου που αντικειμενικά καθίσταται πολυτέλεια εν μέσω των νέων ριψοκίνδυνων εξορμήσεων της Άγκυρας προς Νότον, αλλά και ως μία κίνηση αλλαγής του τουρκικού "εθνικού αφηγήματος” προς μιαν "αυτοκρατορικά” συμπεριληπτική πολυεθνοτικότητα.
Υπενθυμίζεται ότι ακόμη και ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος χρεώνεται με την άνωθεν επιβολή του μοντέλου της μονοεθνοτικής αποκλειστικότητας, διακρινόταν αρχικά από πολύ πιο ελαστικές απόψεις και έκανε λόγο για τους Τούρκους και τους Κούρδους ως "αδελφούς λαούς” που αγωνίζονται μαζί για ένα κοινό κράτος. Είχε αφήσει μάλιστα ανοικτό το ενδεχόμενο ακόμη και θέσπισης μορφών τοπικής αυτοκυβέρνησης στις νοτιοανατολικές επαρχίες. Όλα αυτά έμελλε να εκλείψουν μετά την εξέγερση του Σέιχ Σαϊντ το 1925, με πρόσχημα την κατάργηση του Χαλιφάτου, καθώς και την αποτυχία της διεκδίκησης της Μοσούλης την οποία η Κοινωνία των Εθνών παραχώρησε οριστικά στο υπό βρετανικό έλεγχο Ιράκ.
Από την πρόβλεψη της Συνθήκης της Λωζάνης για ανεμπόδιστη χρήση της μητρικής γλώσσας από όλους τους μη τουρκόφωνους κατοίκους της Τουρκικής Δημοκρατίας πέρασαν τα πράγματα στην απαγόρευση της δημόσιας χρήσης της Κουρδικής, της απόδοσης κουρδικών ονομάτων στα παιδιά και της αναφοράς ακόμη σε "Κούρδους” και "Κουρδιστάν”.
Στην δική μας εποχή, ο Ταγίπ Ερντογάν, ήδη κατά την πρώτη δωδεκαετία της διακυβέρνησής του στήριξε σε μεγάλο βαθμό την κυριαρχία του στην εκλογική του διείσδυση στην κουρδική ψήφο, καθώς η "μεγάλη οικογένεια” του πολιτικού Ισλάμ εμφανιζόταν ικανή να ξεπεράσει τις διαφορές μεταξύ ομοπίστων, ενώ την ίδια εποχή η προοπτική της ένταξης στην Ε.Ε. λειτουργούσε ως επαγγελία διεύρυνσης των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Μάλιστα, ο Ερντογάν επιχείρησε μέχρι το 2015 να φθάσει μέσω συνομιλιών (τις οποίες διεξήγαγε ο τότε διευθυντής της ΜΙΤ, νυν υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν ο οποίος και στοχοποιήθηκε για τον λόγο αυτό από τους γιουλενιστές) σε μία συμφωνία με το ΡΚΚ. Υπαναχώρησε, ωστόσο, και στράφηκε στη συμμαχία με τους εθνικιστές του Μπαχτσελί, όταν είδε τους μεν Αμερικανούς να εναγκαλίζονται τους Κούρδους της Συρίας, το δε φιλοκουρδικό κοινοβουλευτικό κόμμα να του στερεί για λίγους μήνες την αυτοδυναμία.
Σήμερα, το εκκρεμές δείχνει να κινείται και πάλι προς την αντίθετη κατεύθυνση – σε ένα ακόμη ρευστότερο περιβάλλον και με αντικατάσταση της ευρωπαϊκής προοπτικής από μια ορισμένη στροφή προς Ανατολάς. Αξιοποιώντας το κύρος του Οτσαλάν μεταξύ του κουρδικού πληθυσμού (και βέβαια την επιθυμία του ιδίου να τερματίσει τον 26χρονο εγκλεισμό του), το καθεστώς της Άγκυρας δοκιμάζει να οδηγήσει το ΡΚΚ στην αυτοδιάλυση. Φυσικά, η όποια συμφωνία εξαιρεί τη συριακή θυγατρική του ΡΚΚ, η οποία διατηρείται ακόμη υπό πίεση, ώστε να αντισταθεί στις "σειρήνες” του Ισραήλ για κατακερματισμό της συριακής επικράτειας.
Άγνωστο παραμένει πάντως αν η εξόριστη στα όρη Καντίλ του βορείου Ιράκ στρατιωτική ηγεσία του ΡΚΚ έχει λόγους να συμμορφωθεί με την έκκληση του Οτσαλάν. Όπως αδιευκρίνιστες παραμένουν οι παραχωρήσεις στο εσωτερικό, τις οποίες είναι πρόθυμη και ικανή να υλοποιήσει η τουρκική ηγεσία. Η αλλαγή του "εθνικού αγηφήματος” είναι πολύ μεγάλη υπόθεση για να προχωρήσει με ευκολία.
(από capital.gr)