Μετά τα μαζικά συλλαλητήρια της 28ης Φεβρουαρίου, θα πρέπει να έχουν κατανοήσει στην κυβέρνηση και ειδικότερα στο Μέγαρο Μαξίμου, ότι δεν έχουν πλέον πολλά περιθώρια. Κάτι πάει στραβά και εκείνοι θα όφειλαν να γνωρίζουν τι είναι αυτό, με πρώτον, φυσικά, τον Πρωθυπουργό.
Υπάρχουν ορισμένες διαδικαστικού τύπου δοκιμασίες στον απόηχο των πρωτοφανών αυτών συγκεντρώσεων και αυτές είναι μάλλον μία ακόμη ευκαιρία ώστε να δείξει η κυβέρνηση ότι έχει τουλάχιστον κατανοήσει το πρόβλημα και ότι αυτό είναι δικό της, όχι των υπολοίπων.
Θα ήταν ένα καλό δείγμα και ένα θετικό μήνυμα, αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν εμφανιστεί στη Βουλή την ερχόμενη εβδομάδα έτοιμος για μία αντιπαράθεση σαν όλες τις προηγούμενες. Θα προκληθεί και θα πιεστεί από την αντιπολίτευση, όμως άλλος ένας κοινοβουλευτικός καυγάς, μάλλον θα οδηγήσει ακόμη περισσότερο κόσμο στον δρόμο την επόμενη φορά.
Την Τρίτη είναι προγραμματισμένη η συζήτηση για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής και την Τετάρτη έχει προαναγγελθεί η κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας από το ΠΑΣΟΚ και την ελάσσονα αντιπολίτευση, στην προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση.
Εφόσον αυτά εξελιχθούν έτσι, ο Πρωθυπουργός θα κάνει την κρισιμότερη ίσως κοινοβουλευτική του ομιλία την ερχόμενη Παρασκευή ή το Σάββατο. Ενδιαμέσως, την Πέμπτη θα πρέπει να βρίσκεται στις Βρυξέλλες, όπου συνεδριάζει εκτάκτως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το «καυτό» θέμα της Ευρωπαϊκής Αμυνας.
Η ομιλία του Πρωθυπουργού της ερχόμενης εβδομάδας θα φανερώσει αν διαθέτει σχέδιο αντίδρασης και αν έχει εμπεδωθεί ότι εδώ και δύο χρόνια κάτι δεν πάει καλά. Δεν έχει σημασία η ανυπαρξία της αντιπολίτευσης· περιλαμβάνει πιθανώς και εκείνην η έμπρακτη μαζική αποδοκιμασία των πολιτών, φαίνεται άλλωστε στις δημοσκοπήσεις.
Σημασία έχει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του βρίσκονται πλέον ενώπιον μίας σημαντικής μερίδας της ελληνικής κοινωνίας (αν όχι απέναντί της). Και το θέμα πλέον δεν είναι τι θα πει ο Πρωθυπουργός, αλλά αποκλειστικά και μόνο τι θα κάνει.
Κρίσιμο στην παρούσα συγκυρία είναι να μην καλλιεργούνται μη ρεαλιστικές προσδοκίες. Ο ελληνικός Σιδηρόδρομος, για παράδειγμα, δεν θα μετατραπεί σε ιαπωνικό, μεταξύ άλλων επειδή κάτι τέτοιο είναι και οικονομικά ασύμφορο. Οι απαιτούμενες δαπάνες είναι πολλαπλάσιες των εσόδων που θα μπορέσει ποτέ να αποφέρει το τρένο στην Ελλάδα. Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται είναι μία ρεαλιστική αναδιάρθρωση, ενδεχομένως με έμφαση στις εμπορικές μεταφορές. Ας το επεξεργαστούν οι αρμόδιοι, αλλά πάντως άλλη μία ανεδαφική εξαγγελία μάλλον βλαπτική θα είναι.
Αν ο Πρωθυπουργός έχει κάποια χαρτιά στα χέρια του, θα πρέπει να θυμάται ότι υπάρχουν παρτίδες που σκοπίμως χάνονται, ώστε να κερδηθούν κάποιες άλλες, πιο σημαντικές και με μεγαλύτερα πονταρίσματα. Εν προκειμένω, το πρώτο που απαιτείται είναι να ξεχάσει η κυβέρνηση το «φταίει κάποιος άλλος» (για τα Τέμπη, την ακρίβεια, τις υποκλοπές, το στεγαστικό, κ.λπ). Κάποιες ευθύνες θα πρέπει να αναλάβει και κάποια λάθη θα πρέπει να παραδεχθεί και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Κάτι θα κερδίσει αργότερα.
Είτε αυτό συμβεί, είτε όχι, όλα πλέον θα κριθούν στην πράξη.
Θεωρητικά η κυβέρνηση έχει μπροστά της δύο ακόμη χρόνια έως τις επόμενες προγραμματισμένες εκλογές. Θα πρέπει να κατανοεί και η ίδια, ότι το διάστημα δεν επαρκεί για να γίνουν πολλά και θεαματικά. Οσα δεν έγιναν την προηγούμενη εξαετία, θα είναι εξαιρετικά απίθανο ακόμη και να δρομολογηθούν στην σημερινή συγκυρία. Θα επαρκούσαν όμως κάποιες ορατές και ουσιαστικές διορθώσεις και βελτιώσεις.
Υπό αυτήν την έννοια, ούτε ένας ανασχηματισμός θα δώσει λύση σε τίποτε. Ποτέ δεν έδωσε και, κακά τα ψέματα, τέτοιες κινήσεις δεν είναι το φόρτε του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αν κάτι πρέπει να αλλάξει κατά προτεραιότητα είναι το επιτελείο στο Μέγαρο Μαξίμου, ώστε να επαναλειτουργήσει ως επιχειρησιακό κέντρο της κυβέρνησης, γιατί αυτό σήμερα δεν συμβαίνει.
Εν συνεχεία, κάποιες επί μέρους αλλαγές σε υπουργεία, με αποκλειστικό κριτήριο την αποτελεσματικότητα, ίσως να βοηθούσαν.
Το κρισιμότερο όμως είναι να ιεραρχήσει ο Πρωθυπουργός τις προτεραιότητες και να διοικήσει, να ελέγξει και να «τρέξει» τους υπουργούς ώστε να τις υλοποιήσουν. Αυτή είναι η δουλειά του άλλωστε.
Το κακό είναι ότι όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν σε μία συγκυρία, όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα για όλα και δεν διαφαίνεται καμία θετική προοπτική για τίποτε. Ούτε δημοσιονομικά περιθώρια για «γενναιοδωρίες» υπάρχουν, ούτε μπορούν να αποκλειστούν έκτακτες ανάγκες ή ανατροπές, εδικά αν οι αποφάσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης επιφέρουν τις αναμενόμενες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικαλείται τη σταθερότητα, είναι πρώτος ο ίδιος που έχει την ευθύνη να την διαφυλάξει.
Με άλλα λόγια, ο Πρωθυπουργός θα πρέπει να αναλάβει το τιμόνι και να διατηρήσει τον έλεγχο του «οχήματος». Εκτός αν γνωρίζει κάποιον άλλον, αποτελεσματικότερο τρόπο αντίδρασης.
(από Protagon.gr)