Πόσο χρέος μπορεί να αντέξει ο πλανήτης; Ένα ερώτημα που πλανάται απειλητικά πάνω από την παγκόσμια οικονομία, η οποία ακροβατεί πάνω σε ένα βουνό χρέους, που μεταπηδά από το ένα ρεκόρ στο άλλο και αποτελεί πλέον απλώς ένα «λογιστικό νούμερο».
Το παγκόσμιο χρέος αναρριχήθηκε πέρυσι στο νέο ιστορικό υψηλό των 318 τρισ. δολαρίων, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικών (ΙΙF), ενώ η παγκόσμια αναλογία χρέους ως προς το ΑΕΠ -που αποτελεί δείκτη της ικανότητας αποπληρωμής του χρέους- αυξήθηκε για πρώτη φορά από το 2020 στο 328%. Πρόκειται για αύξηση 1,5%, καθώς το δημόσιο χρέος στα 95 τρισ. δολάρια έχει επιδεινωθεί από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Άκρως ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το παγκόσμιο χρέος σήμερα είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ, αξίας 110 τρισ. δολαρίων, με βάση στοιχεία του 2024, που σημαίνει ότι έχει «καταπιεί» ολοσχερώς την παγκόσμια οικονομία.
Πάνω από 40%
Το παγκόσμιο χρέος -δημόσιο και ιδιωτικό (από νοικοκυριά και επιχειρήσεις)- αυξάνεται με αμείωτο ρυθμό, καθώς μόλις από το 2020 έχει ενισχυθεί κατά 92 τρισ. δολάρια ή περισσότερο από 40%, χωρίς να υπάρχει κάποιο φως στον ορίζοντα. Ο άκρατος δανεισμός των κυβερνήσεων σε ανεπτυγμένο και αναπτυσσόμενο κόσμο, για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους, η υπερβολική μόχλευση επιχειρήσεων και νοικοκυριών και οι απανωτές κρίσεις των τελευταίων ετών, αρχής γενομένης από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, έχουν δημιουργήσει μία «ωρολογιακή βόμβα» στα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας, που ανά πάσα στιγμή υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί όταν θα έρθει η επόμενη μεγάλη κρίση. Και κανείς δεν γνωρίζει πώς θα αντιδράσει τότε η παγκόσμια οικονομία...
Οι «εκδικητές»
Το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 7 τρισ. δολάρια πέρυσι, σχεδόν κατά το ήμισυ της αύξησης του 2023, όταν τα χαμηλά επιτόκια της Φέντεραλ Ριζέρβ είχαν πυροδοτήσει κύμα δανεισμού. Μόνο «ανάσα» ωστόσο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή η μικρότερη αύξηση, καθώς το IIF προειδοποιεί ότι είναι θέμα χρόνου να βγουν οι «εκδικητές» των ομολόγων για να «τιμωρήσουν» τις κυβερνήσεις σε περίπτωση που συνεχιστούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ΗΠΑ και Βρετανία, Γαλλία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η λέξη «εκδικητές» επινοήθηκε από τον βετεράνο στρατηγικό αναλυτή της Wall Street, Εντ Γιαρντένι, τη δεκαετία του 1980, για να περιγράψει τους επενδυτές που ρευστοποιούσαν ομόλογα του δημοσίου για να διαμαρτυρηθούν για τις πολιτικές της Fed τις οποίες θεωρούσαν υπερβολικά πληθωριστικές. Όταν οι επενδυτές πωλούν σημαντικά ποσά ομολόγων, μειώνουν τις τιμές και εκτινάσσουν τις αποδόσεις στα ύψη, καθιστώντας ακριβότερο για τις κυβερνήσεις να δανείζονται χρήματα. Σύμφωνα με τον Γιαρντένι, εάν οι δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές δεν ρυθμίσουν την οικονομία, θα το κάνουν οι επενδυτές ομολόγων και ως εκ τούτου η οικονομία θα επηρεάζεται από τους «εκδικητές» στις πιστωτικές αγορές.
Αυξανόμενος έλεγχος
Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό, το IIF αναφέρεται στον αυξανόμενο έλεγχο των δημοσιονομικών ισορροπιών, ειδικά σε χώρες με έντονη πολιτική πόλωση, κάτι που έχει καθορίσει τα τελευταία έτη, όπως συνέβη στη Βρετανία με τη σύντομη θητεία της πρωθυπουργού Λιζ Τρας το 2022 και στη Γαλλία πέρυσι με την ανατροπή του πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ. Η άνευ προηγουμένου αβεβαιότητα ως προς τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τον αντίκτυπο στις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας έχει κάνει το IIF να περιμένει επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου χρέους για φέτος, κάτι ωστόσο που τίθεται υπό αμφισβήτηση από τις ίδιες τις συνθήκες: Η Ευρώπη αγωνίζεται να βρει τρόπους να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της, οι ΗΠΑ καλούνται να χρηματοδοτήσουν τις τεράστιες δημοσιονομικές ανάγκες τους με ένα χρέος κοντά στα 36 τρισ. δολάρια και η Κίνα προχωρά σε αλλεπάλληλα δημοσιονομικά μέτρα ύψους πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων για να τονώσει την οικονομία της. Ήδη, οικονομολόγοι προβλέπουν ότι το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί φέτος τουλάχιστον κατά 5 τρισ. δολάρια. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ βλέπει το παγκόσμιο δημόσιο χρέος να φθάνει στο τέλος του τρέχοντος έτους στα 100 τρισ. δολάρια ή ακόμη και να τα ξεπερνά, ήτοι στο 93% του ΑΕΠ, ενώ έως το 2030 μπορεί να φθάσει το 100% του ΑΕΠ.
Προκλήσεις
Οι αναδυόμενες αγορές, με επικεφαλής Κίνα, Ινδία, Σαουδική Αραβία και Τουρκία, εκπροσώπησαν το 65% της αύξησης του παγκόσμιου χρέους το 2024, ήτοι 4,5 τρισ. δολάρια, με την αναλογία χρέους/ΑΕΠ τους να αγγίζει νέο ρεκόρ στα 245%. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι θα κληθούν να αναχρηματοδοτήσουν χρέος-ρεκόρ ύψους 8,2 τρισ. δολαρίων που λήγει φέτος, εκ του οποίου ένα 10% είναι σε ξένο νόμισμα, θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την ικανότητα των αναδυόμενων να αντεπεξέλθουν σε κάποια νέα πολιτική ή οικονομική κρίση. Οι κλιμακούμενες εμπορικές εντάσεις και η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να «παγώσει» την εξωτερική βοήθεια των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των περικοπών στα προγράμματα USAID, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές προκλήσεις ρευστότητας και να περιορίσει τη δυνατότητα αναχρηματοδότησης του χρέους, εκτιμά το IIF.
Απειλή
Αυτά τα δυσθεώρητα επίπεδα του παγκόσμιου χρέους και ειδικά του δημόσιου απειλούν τη μακροοικονομική σταθερότητα, συμπιέζοντας τα δημοσιονομικά των κυβερνήσεων με κίνδυνο κυρίως για τις αναδυόμενες οικονομίες. Σήμερα, υπάρχον περίπου 50 αναδυόμενες χώρες που δαπανούν περισσότερο από το 10% των συνολικών εσόδων τους στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, σύμφωνα με την UNCTAD (Υπηρεσία Εμπορίου και Ανάπτυξης του ΟΗΕ). Επιπλέον, 3,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε χώρες που δαπανούν περισσότερα στην εξυπηρέτηση του χρέους τους απ’ όσα δίνουν για την εκπαίδευση και την υγεία.
(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")