Με τις πολιτικές ηγεσίες να οπισθοχωρούν ατάκτως από τους κλιματικούς τους στόχους με δικαιολογία τα υψηλά κόστη, ο ιδιωτικός τομέας έρχεται να διασώσει τον κλάδο των ΑΠΕ. Μία σειρά από μεγάλους πελάτες χονδρικής συνεχίζουν να υπογράφουν συμφωνίες αγοράς ενέργειας (PPAs) με διαχειριστές μονάδων πράσινης ενέργειας, κάτι που επιτρέπει στους επενδυτές ΑΠΕ να παραμείνουν στην αγορά. Η συμβολή των ιδιωτικών επιχειρήσεων θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμη στην παρούσα συγκυρία, καθώς οι μεγαλύτερες αγορές κλονίζονται.
Χαρακτηριστικά, η νέα ηγεσία των ΗΠΑ έχει ουσιαστικά διακόψει τα κίνητρα που δίνονταν για τις πράσινες επενδύσεις, ενώ φτάνει στο σημείο να αποθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, ενώ στην Ευρώπη, τόσο οι Βρυξέλλες, όσο και οι εθνικές κυβερνήσεις προχωρούν σε συνεχείς υποβαθμίσεις της κλιματικής ατζέντας που είχαν προωθήσει τα προηγούμενα χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία των σχετικών λόμπι, η ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας μειώθηκε κατά 92% το 2024 και της αιολικής ενέργειας κατά 13%. Ακόμα και χώρες που θεωρούνταν πρωτοπόροι στον τομέα της καθαρής ενέργειας, όπως η Δανία, αναγκάζονται να περιορίσουν δραματικά την κρατική χρηματοδότηση σε έργα ΑΠΕ εξαιτίας μίας σειράς παραγόντων.
Ωστόσο, το κενό που προκύπτει από την υποχώρηση του δημοσίου μπορεί να καλυφθεί— ως έναν βαθμό— από τα ιδιωτικά συμφέροντα. Οι PPAs μεταξύ ΑΠΕ και επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 35%, γεγονός που επιτρέπει μία νότα αισιοδοξίας σε έναν κλάδο που φαινομενικά πλήττεται πανταχόθεν. Ένας από τους μεγαλύτερους εταιρικούς πελάτες σε διεθνές επίπεδο είναι η Amazon. Ο τεχνολογικός κολοσσός επιχειρεί τους τελευταίους μήνες να διαμορφώσει ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο ενέργειας προκειμένου να υποστηρίξει τις αυξανόμενες ανάγκες των ψηφιακών υποδομών του.
Μολονότι οι ΑΠΕ έχουν το μειονέκτημα της “περιοδικότητας” της παραγωγής, η κατασκευή τους είναι αρκετά πιο γρήγορη σε σχέση με άλλες μονάδες όπως οι πυρηνικές, ενώ το κόστος της ενέργειας είναι πολύ πιο ελκυστικό συγκριτικά με προϊόντα όπως ο ακριβός άνθρακας ή το γεωπολιτικά ευάλωτο φυσικό αέριο. Όπως αυτή η προτίμηση δεν περιορίζεται μόνο στον κλάδο της τεχνολογίας. Οι παραδοσιακές βιομηχανίες στρέφονται επίσης στις ΑΠΕ, αφενός για λόγους κόστους, και αφετέρου για λόγους βιωσιμότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η γαλακτοβιομηχανία Arla, η οποία στοχεύει να χρησιμοποιεί 100% ΑΠΕ στην Ευρώπη από το τέλος του 2025.
Τέτοιες συμφωνίες μπορεί να αποδειχθούν σωτήριες για την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Με την αγορά λιανικής να ταλανίζεται από ζητήματα όπως η πρόσβαση στο δίκτυο και οι μηδενικές τιμές, οι απευθείας PPAs προσφέρουν στους επενδυτές την απαραίτητη εγγύηση ώστε να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους. Εντούτοις, η συνέχιση αυτής της νέας προσέγγισης προϋποθέτει πως οι πολιτικές ηγεσίες δεν θα αποφασίσουν ξαφνικά να “τιμωρήσουν” την καθαρή ενέργεια μέσω διαφόρων αντι-κινήτρων.