παρακμή των προηγούμενων ετών. Εντούτοις, τα δεδομένα της εγχώριας παραγωγής καταδεικνύουν πως οι δασμοί δεν αρκούν για να επιφέρουν ουσιώδεις αλλαγές.
Το 1945, οι ΗΠΑ παρήγαγαν πάνω από το 51% του αλουμινίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Αναμενόμενο, δεδομένου ότι οι άλλες μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις στην Ευρώπη είχαν πληγεί από τον Β’ Παγκόσμιο. Το 1955, το μερίδιο των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά μειώθηκε στο 45%, το 1965 στο 39%, το 1975 στο 29%, το 1985 στο 22%, το 1995 στο 17%, το 2005 στο 7%, και το 2015 στο 2%. Πέρσι, τα αμερικανικά χυτήρια παρήγαγαν λιγότερο από 1% της παγκόσμιας παραγωγής αλουμινίου, και δεν κατάφεραν να συμπεριληφθούν καν στους δέκα μεγαλύτερους παραγωγούς. Εκεί, η κυριαρχία της Κίνας είναι αδιαμφισβήτητη, με την Ινδία, τη Ρωσία, τον Καναδά, και τα ΗΑΕ να ακολουθούν.

Η εξέλιξη της παραγωγής αλουμινίου στις ΗΠΑ. Πηγή: @Soltani, Voronoi.
Η παρακμή της αμερικανικής βιομηχανίας αλουμινίου είναι ιδιαίτερα αισθητή στις κομητείες όπου λειτουργούσαν χυτήρια. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι στον κλάδο έγιναν μάρτυρες της κατάρρευσης: Μέσα σε λίγες δεκαετίες, δεκάδες χυτήρια έβαλαν λουκέτο και χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν τις δουλειές τους. Οι παλιές μονάδες παραγωγής έχουν μετατραπεί σε εργοστάσια-φαντάσματα. Πολλοί άνθρωποι της αγοράς ήλπιζαν ότι η πρώτη θητεία Τραμπ θα σηματοδοτούσε μία ευκαιρία για την επιστροφή στις καλές εποχές— ή έστω μία επιβράδυνση της κατάρρευσης.
Ο Τραμπ επέβαλε δασμούς εναντίον της Κίνας, του βασικού ανταγωνιστή, και άλλων μεγάλων παραγωγών, στοχεύοντας να ενισχύσει τα αμερικανικά χυτήρια. Ωστόσο τα δεδομένα αναδεικνύουν μία διαφορετική εικόνα. Το 2017, όταν ο Τραμπ έφτασε στον Λευκό Οίκο, οι ΗΠΑ παρήγαγαν 741.000 τόνους ή το 1,2% παγκοσμίως. Η παραγωγή έφτασε σε μία “μίνι κορύφωση” το 2019, με 1.093.000 τόνους και 1,7% της διεθνούς αγοράς.
Δυστυχώς, τα θετικά αποτελέσματα δεν διήρκησαν πολύ. Το 2024, οι ΗΠΑ παρήγαγαν 670.000 αλουμινίου ή 0,9% παγκοσμίως. Μία εύκολη απάντηση στο γιατί συνέβη αυτό θα ήταν η απόφαση του Τζο Μπάιντεν να χαλαρώσει τους δασμούς στις εισαγωγές αλουμινίου από τις ευρωπαϊκές χώρες το 2021. Όμως οι βασικοί προμηθευτές αλουμινίου των ΗΠΑ είναι κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη Γερμανία να κατέχει μόλις το 2% των εισαγωγών προς την αμερικανική αγορά.

Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή αλουμινίου. Πηγή: @moneyfront_in, Threads.
Όπως εξηγούν οι άνθρωποι του κλάδου, το βασικό πρόβλημά τους είναι το κόστος ενέργειας. Η βιομηχανία αλουμινίου είναι ένας από τους πιο ενεργοβόρους τομείς, με ορισμένους να αναφέρουν πως «το αλουμίνιο είναι ηλεκτρισμός σε στερεή μορφή». Χαρακτηριστικά, το χυτήριο στην κωμόπολη New Madrid του Μιζούρι χρησιμοποιεί περισσότερη ενέργεια σε ημερήσια βάση απ’ό,τι η γειτονική πόλη Springfield με πληθυσμό άνω των 150.000 κατοίκων.
Αυτό συνεπάγεται πως ακόμα και μία μικρή αύξηση στο κόστος ενέργειας επηρεάζει ανισοβαρώς τα χυτήρια. Με το κόστος ενέργειας για τα χυτήρια να αναμένεται να αυξηθεί στα 36 δολάρια ανά MWh εντός του 2025 από τα 33 δολάρια/MWh, η κατάσταση επιδεινώνεται. Παράλληλα, τα χυτήρια καλούνται να ανταγωνιστούν με άλλες ενεργοβόρες υποδομές, όπως τα data centers, τα οποία θεωρούνται μία πολύ πιο ελκυστική ευκαιρία για τους παρόχους ενέργειας χάρη στις προοπτικές ανάπτυξης.
Ως εκ τούτου, οι νέοι δασμοί του Τραμπ που φτάνουν στο 25% για το αλουμίνιο είναι αβέβαιο κατά πόσο θα βοηθήσουν τη βιομηχανία. Αντιθέτως, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ εισάγουν περίπου το 60% του ακατέργαστου αλουμινίου και το 90% του σκραπ αλουμινίου από τον Καναδά και το Μεξικό, οι δασμοί του Τραμπ εναντίον αυτών των κρατών πιθανότατα θα εντείνουν κι άλλο τις πιέσεις προς τα αμερικανικά χυτήρια. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Παραγωγών Αλουμινίου των ΗΠΑ, η χώρα δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της επί του παρόντος, ενώ η επαναλειτουργία παροπλισμένων μονάδων απαιτεί τουλάχιστον ένα έτος. Και αυτό χωρίς να υπολογίζονται τα επιπλέον κόστη για την αναβάθμιση των υποδομών, πολλές από τις οποίες κατασκευάστηκαν πριν από αρκετές δεκαετίες.
Αυτή η πραγματικότητα αποτυπώνει τις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει η αμερικανική οικονομία αν επιθυμεί να αντιστρέψει την τάση αποβιομηχάνισης. Με τον τριτογενή τομέα να αποτελεί πλέον το θεμέλιο του συστήματος, η επιστροφή στον δευτερογενή τομέα συνιστά μία σημαντική πρόκληση που ουσιαστικά αντιβαίνει την παραδοσιακή οικονομική θεώρηση. Με τον Τραμπ να υιοθετεί πολιτικές που είναι— φαινομενικά τουλάχιστον—αντιφατικές μεταξύ τους, η εξέλιξη των οικονομικών σχεδίων του παραμένει μυστήριο.