Ο ιστορικός ηγέτης της Γαλλικής Δημοκρατίας αντιμετώπιζε με επιφύλαξη τις ΗΠΑ, γι' αυτό και το 1966 αποφάσισε την αποχώρηση της χώρας του από τις ενιαίες αμυντικές δομές της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Ακόμα και σήμερα το Παρίσι εξακολουθεί να βλέπει τις ΗΠΑ χωρίς το διαστρεβλωτικό πέπλο της κοινής γλώσσας και καταγωγής των Βρετανών

«Είχε δίκιο, λοιπόν, ο Ντε Γκολ», είχε σχολιάσει ένας Βρετανός την επομένη του δημοψηφίσματος (το μακρινό, πλέον, 2016) για την αποχώρηση της Γηραιάς Αλβιώνας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. «Η Βρετανία δεν ταίριαζε στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Εξ ου και τα βέτο, στην αρχή, του παλαίμαχου στρατιώτη στις αιτήσεις μας για προσχώρηση» γράφει σήμερα σε άρθρο του ο Τζάναν Γκάνες των Financial Times.

Ομως ο ιστορικός ηγέτης της Γαλλίας δεν ήταν επιφυλακτικός μόνο με τους Βρετανούς. Εξίσου, ή μάλλον περισσότερο επιφυλακτικά αντιμετώπιζε τους Αμερικανούς. Τόσο, που το 1966 αποφάσισε την αποχώρηση της Γαλλίας από τις ενιαίες αμυντικές δομές της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

«Η επιφυλακτικότητά του για τις ΗΠΑ εξελίχθηκε καλύτερα από την εξάρτηση των Βρετανών και των Γερμανών από την υπερδύναμη. Από τις τρεις μεγάλες χώρες της Ευρώπης η Γαλλία παρέμεινε εκείνη που πίεζε, προκαλώντας αμηχανία, για περισσότερη εθνική και ευρωπαϊκή αυτονομία» σχολιάζει ο Γκάνες. «Ποιος αμφιβάλλει τώρα ότι το επιχείρημά της αποδείχθηκε σωστό; Ποιος πιστεύει τώρα ότι είναι συνετό να εξαρτάται η ασφάλεια της ηπείρου από τις διαθέσεις χιλιάδων πολιτών του Μίσιγκαν, της Πενσιλβάνια και του Ουισκόνσιν κάθε τέταρτο Νοέμβριο;» διερωτάται εύλογα.

Πώς προέκυψε, όμως, αυτός ο συγκρατημένος αντιαμερικανισμός στη Γαλλία; Σύμφωνα με έναν ευρωπαίο διπλωμάτη, ο οποίος μίλησε στους Financial Times, η απάντηση είναι «σωβινισμός», το οποίο σημαίνει πως επρόκειτο για μια «εγωιστική πολιτική που δικαιώθηκε σχεδόν κατά λάθος», όπως συνοψίζει ο Γκάνες. Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως είναι διδακτική όσον αφορά τα πλεονεκτήματα της αποστασιοποίησης.

Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύ κοντά στην Αμερική ώστε να τα αντιληφθούν. Οι Βρετανοί μιλούν την ίδια γλώσσα και το Σύνταγμα της Γερμανίας είναι εμπνευσμένο από εκείνο των ΗΠΑ, ενώ ορδές μεταναστών από αμφότερες τις χώρες –όπως επίσης από την Ιταλία, την Ιρλανδία και την Πολωνία– ξανάφτιαξαν τις ζωές τους στην Αμερική. Οι Γάλλοι μετανάστες στις ΗΠΑ υπήρξαν λιγότεροι (παρά τους προφανείς επαναστατικούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών), γεγονός που εν μέρει οφείλετο στο ότι στη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν σημειώθηκε κάποια πληθυσμιακή έκρηξη στη Γαλλία.

«Το αποτέλεσμα είναι μια κάποια απόσταση. Αυτό μπορεί να επιφέρει ακατανοησία: οι απεικονίσεις της Γαλλίας στις ΗΠΑ εξακολουθούν να τείνουν προς το στερεοτυπικό “ooh-la-la”. Αλλά η απόσταση έχει τα πλεονεκτήματά της. Η Γαλλία δεν μπορεί να προσποιείται ότι η Αμερική είναι προέκταση του εαυτού της. Δεν μπορεί να τρέφει αυτή τη βρετανική αυταπάτη» γράφει ο βρετανός αρθρογράφος.

Σύμφωνα με τον Τζάναν Γκάνες, από το Παρίσι γίνεται πιο εύκολα αντιληπτή η «αν-ευρωπαϊκότητα» των Ηνωμένων Πολιτειών, και μάλιστα από πολλές απόψεις: της πυκνότητας πληθυσμού, των φυσικών πόρων, των προσδοκιών του κράτους, της κατανομής του πλούτου, της θρησκευτικής πίστης, του αθλητισμού, της περιορισμένης επιρροής του εμπορίου στην εθνική οικονομία και, κυρίως, της γεωγραφικής έκθεσης στην Ασία, όπου οι ΗΠΑ είχαν στρατιωτική παρουσία πολύ πριν αρχίσουν να φρουρούν την Ευρώπη.

Εν ολίγοις, η Αμερική είναι «μια πολύ διαφορετική χώρα, με τα δικά της συμφέροντα», και από την πρωτεύουσα της Γαλλίας «είναι πιο εύκολο να δει κανείς τις ΗΠΑ όπως είναι, χωρίς το διαστρεβλωτικό πέπλο της κοινής γλώσσας και καταγωγής», κρίνει ο σχολιαστής των Financial Times.

Αναφέρει ενδεικτικά ότι τόσο ο Ντιν Ατσεσον, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ μεταξύ 1949-1953, όσο και πολλοί άλλοι μεταπολεμικοί υψηλόβαθμοι αμερικανοί αξιωματούχοι ήταν πιστοί «λευκοί αγγλοσάξονες προτεστάντες» (WASP). Ωστόσο αυτό δεν τους εμπόδισε να υπονομεύσουν τη Βρετανική Αυτοκρατορία με μια κυνικότητα που μπέρδεψε και πλήγωσε το Λονδίνο.

Φυσικά, το ότι η Γαλλία είχε δίκιο υποστηρίζοντας πως η Ευρώπη θα έπρεπε να ήταν πολύ πιο ισχυρή στρατιωτικά και να μη βασίζεται στις ΗΠΑ για την ασφάλειά της, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μια Ευρώπη υπό γαλλική ηγεσία θα χρησιμοποιούσε σωστά αυτή την ισχύ. Ομως σήμερα η Βρετανία είναι εκείνη που διερωτάται εναγωνίως αν οι πυρηνικές αποτρεπτικές δυνατότητές της είναι πραγματικά «ανεξάρτητες», δεδομένου του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν οι ΗΠΑ. Oσο για τη Γερμανία, καλείται έπειτα από οκτώ δεκαετίες να αναθεωρήσει εκ βάθρων το στρατηγικό δόγμα της, υπό τον Φρίντριχ Μερτς μάλιστα, έναν πρώην φανατικό οπαδό του ατλαντισμού.

«Είναι δύσκολο να αποφευχθεί η σκέψη ότι ήταν ακριβώς η αίσθηση οικειότητας αυτών των εθνών με την Αμερική που τα τύφλωσε. Το παρήγορο είναι ότι τουλάχιστον δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο, ώστε να σκεφτούμε όλα τα λάθη που έγιναν και όλους τους δεσμούς που δεν δεσμεύουν» γράφει ο Τζάναν Γκάνες.

(από Protagon.gr, 7 Μαρτίου 2025)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr