Μιλώντας προ ημερών σε εκδήλωση στο νεοσυντηρητικό Hudson Institute της Ουάσιγκτον, η Εσθονή την καταγωγή Ύπατη Εκπρόσωπος της Ε.Ε. Κάγια Κάλλας δήλωσε: “Εάν όλοι μαζί δεν είμαστε σε θέση να ασκήσουμε επαρκή πίεση στη Μόσχα, πώς μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι θα μπορέσουμε να νικήσουμε την Κίνα;”

Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η κινεζική διπλωματία δεν είχε απαντήσει επισήμως σε αυτές τις δηλώσεις. Ίσως γιατί αξιολογεί καταλλήλως το ειδικό βάρος της Ύπατης Εκπροσώπου, την οποία κατά την παραμονή της στη Ουάσιγκτον δεν “βρήκε τον χρόνο” να την συναντήσει ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο.

Ωστόσο, οι δηλώσεις της κ. Κάλλας δεν παύουν να εκπλήσσουν για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά την “αβάστακτη ελαφρότητα” με την οποία τοποθετείται η επικεφαλής της ευρωενωσιακής διπλωματίας. Ο δεύτερος, διότι αποκαλύπτεται η παραλυτική αμφιθυμία της Ε.Ε. έναντι της Κίνας, σε μία συγκυρία ραγδαίων γεωπολιτικών αλλαγών, στην οποία το Πεκίνο θα αξιολογούνταν, υπό κανονικές συνθήκες, ως φυσικός σύμμαχος των Βρυξελλών.

Όμως οι συνθήκες δεν είναι κανονικές. Ειδάλλως δεν θα αναδεικνυόταν στην θέση που κατέχει ένα πρόσωπο σαν την Κάλλας, ελέω των “ποσοστώσεων” που εξασφαλίζουν κατά την πλήρωση των κοινοτικών αξιωμάτων την ισορροπία μεταξύ “παλαιών” και “νέων” κρατών-μελών της Ε.Ε., Βορείων και Νοτίων, “μεγάλων” και “μικρών”, κεντροαριστερών και κεντροδεξιών και βεβαίως μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Προ της εκτοξεύσεώς της στην αντιπροεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Κάλλας τελούσε πρωθυπουργός της Εσθονίας των ούτε δύο εκατομμυρίων κατοίκων, η οποία μαζί με τις λοιπές Βαλτικές Δημοκρατίες, αρέσκεται στο να πλειοδοτεί, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά την ανεξαρτητοποίησή της, σε ρωσοφοβικές δηλώσεις και κινήσεις, με αποτελέσματα που συχνά καταλήγουν σε αυτοτραυματισμό.

Πρόσφατη, αλλά και διαφωτιστική, υπήρξε η “φουτουριστική” τελετή κατά την οποία οι τρεις αυτές μετασοβιετικές δημοκρατίες εξήγγειλαν, παρουσία της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ως μέγα πολιτικό επίτευγμα την αποκοπή του δικτύου ηλεκτροδοτήσεώς τους από το ρωσικό, μόνο και μόνο για να βιώσουν τα επόμενα 24ωρα την εκτόξευση των τιμών του ρεύματος.

Αλλά σε αντίθεση προς την Λετονία και τη Λιθουανία (που αρκετές φορές εμπιστεύθηκαν την τύχη τους σε ηγέτες “εισαγόμενους” από τη διασπορά, την ώρα που “εξάγουν” ως μετανάστες όλο και περισσότερους κατοίκους τους) η Κάλλας αποτελεί γηγενές πολιτικό προϊόν. Πατέρας της υπήρξε ο τραπεζίτης και πολιτικός Σίιμ Κάλλας, ο οποίος διέτρεξε όλη τη διαδρομή από την ένταξη στο Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ενώσεως μέχρι την αντιπροεδρία της Κομισιόν.

Ο δε περυσινός διορισμός της θυγατρός Κάλλας στην θέση της Ύπατης Εκπροσώπου της Ε.Ε. αποτελούσε εγγύηση ότι οι “27” θα επιμείνουν στην οδό της αναμετρήσεως με τη Ρωσία, δίχως ποτέ να διερευνήσουν την οδό της διπλωματίας.

Αλλά δεν πρόκειται μόνο για τη Ρωσία. Η κ. Κάλλας αντιμετωπίζει ανταγωνιστικώς και την Κίνα. (Πρόκειται μάλλον για εκδήλωση του ιδίου “βαλτικού συνδρόμου” το οποίο οδήγησε την Λιθουανία σε διπλωματική κρίση με τον ασιατικό γίγαντα όταν το 2021 δέχθηκε το άνοιγμα αποστολής της Ταϊβάν στο έδαφός της, ενώ τον περασμένο Νοέμβριο κήρυξε ανεπιθύμητα πρόσωπα τρεις Κινέζους διπλωμάτες).

Απαντώντας σε ερώτηση στο Ευρωκοινοβούλιο στα μέσα Φεβρουαρίου, πέντε ημέρες μετά την τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Πούτιν, η Ύπατη Εκπρόσωπος κατηγόρησε την Λαϊκή Δημοκρατία ότι αποτελεί τον κύριο διευκολυντή της ρωσικής επιθετικότητος στην Ουκρανία δια της εξαγωγής ειδών διπλής χρήσεως (ειρηνικής και δυνάμει στρατιωτικής) προς την Ρωσία. Ο δε εκπρόσωπος της Κάλλας, Ανούρ ελ Ανούνι δήλωσε στις 27 Φεβρουαρίου: “Καταδικάζουμε τις σχέσεις Κίνας και Ρωσίας και ζητούμε το τέλος αυτής της συνεργασίας”.

Το να μεταθέτει, κατά τον τρόπο που χρησιμοποιείται ο όρος στην ψυχανάλυση, η Κομισιόν προς την Κίνα την οργή της για το γεγονός ότι η μεν Ρωσία επικρατεί στα πεδία των μαχών η δε Ουάσιγκτον παρακάμπτει τους Ευρωπαίους συμμάχους της στις διαβουλεύσεις για την επόμενη ημέρα είναι ένα ζήτημα. Ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα όμως είναι αν η Ε.Ε. έχει την υλική δυνατότητα να υπαγορεύει σε τρίτους τι σχέσεις θα αναπτύξουν και αν μια τέτοια στάση υπηρετεί το συμφέρον της ιδίας.

Την ώρα που η χώρα του Σι Τζινπίνγκ προβάλλει ως θιασώτης του ελεύθερου εμπορίου και της πολυμερούς διπλωματίας ένας βαθμός συνεννοήσεως μαζί της θα αποτελούσε για την Ε.Ε. οιονεί αντίβαρο προς τις πιέσεις του Τραμπ, το “φλερτ” του με τη Μόσχα και την επιστροφή του στον απροσχημάτιστο προστατευτισμό.

Και όμως, η επιφύλαξη απέναντι στην Κίνα, τις εμπορικές πρακτικές της, τις επενδυτικές της ορέξεις και την τεχνολογική της εκτόξευση κυριαρχεί – ακόμη και στην Γερμανία για την οποία αποτελεί όρο επιβίωση η πρόσβαση στην κινεζική αγορά.

Σε αυτό έρχεται να προστεθεί η ιδεολογική αγκύλωση νεοψυχροπολεμικών ιεράκων, για τους οποίους προέχει η αυτοεικόνα της Ε.Ε. ως ενός σύμπαντος υψηλών φιλελεύθερων αξιών, τις οποίες πρέπει να διδαχθεί ο υπόλοιπος κόσμος. Το λεγόμενο groupthink (αλληλοενίσχυση των απόψεων ομοφρόνων δίχως εξωτερικά ερεθίσματα) κυριαρχεί στα κοινοτικά όργανα.

Βέβαια η εξωτερική πραγματικότητα αποδεικνύεται σκληρή – αλλά εξίσου ισχυρή είναι και η δύναμη αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε “γεωπολιτικό ναρκισσισμό” Το ότι η ευρωπαϊκή διπλωματία κινείται με την ελαφρότητα της Κάλλας ίσως είναι ατυχές, αλλά πάντως δεν αποτελεί “ατύχημα”.

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr