Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΕΑ, το 1973 τα ορυκτά καύσιμα κάλυπταν το 87%, το οποίο σημαίνει ότι μέσα στα τελευταία 50 χρόνια το ποσοστό τους έχει μειωθεί μόνο κατά 5% παρά τις κολοσσιαίες επενδύσεις σε ΑΠΕ, ιδίως τα τελευταία 15 χρόνια.
Σήμερα οι ΑΠΕ (που συμπεριλαμβάνουν την βιομάζα, τα απόβλητα, την ηλιακή και αιολική ενέργεια και την γεωθερμία) καλύπτουν το 8% της παγκόσμιας πρωτογενούς ενεργειακής ζήτησης, τα υδροηλεκτρικά καλύπτουν το 6% και τα πυρηνικά το 4%. Σε αντίθεση, η συμμετοχή των ΑΠΕ στο παγκόσμιο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα ανήλθε στο 30% το 2023.
Οι δυσκολίες για μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μίγμα οφείλονται στους σοβαρούς οικονομικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς που υπάρχουν στην επέκταση των ηλεκτρικών δικτύων παγκοσμίως. Κάτι που αναμένεται να αντιμετωπισθεί (κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες) μέσω της εξάπλωσης αυτόνομων και έξυπνων (smart) τοπικών δικτύων που θα ηλεκτροδοτούνται αποκλειστικά από ΑΠΕ και συστήματα αποθήκευσης.
Όμως, το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα σήμερα εξακολουθεί να κυριαρχείται από τα ορυκτά καύσιμα. Για αυτό η συμμετοχή των ΑΠΕ είναι και θα εξακολουθήσει να είναι πολύ μικρή κατά τα επόμενα χρόνια, γιατί ο μεγάλος όγκος της συνεχούς αυξανόμενης ζήτησης παγκοσμίως καλύπτεται από τα ορυκτά καύσιμα.
Ως εκ τούτου θα πρέπει να τονιστεί ότι προϋπόθεση για την μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο είναι ο πολύ μεγαλύτερος εξηλεκτρισμός του ενεργειακού συστήματος. Αυτό δεν προχωρά τόσο εύκολα όσο πιστεύουν κάποιοι γιατί συνεπάγεται υψηλό κόστος στην παραγωγή (από θερμικά συστήματα για κάλυψη φορτίων βάσης) και κυρίως στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής.
Θα πρέπει παράλληλα να παρατηρήσουμε ότι υπάρχει μια εσκεμμένη σύγχυση σε ό,τι αφορά την συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο. Ενώ σε αρκετές χώρες η συμμετοχή των ΑΠΕ στο σύστημα ηλεκτρισμού εμφανίζεται αυξημένη, η συμμετοχή τους στο εθνικό/περιφερειακό μίγμα ακαθάριστης ή τελικής ενεργειακής κατανάλωσης είναι σχετικά μικρή. Στην Ελλάδα, το 2023 αυτή ήταν 23% ενώ στο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα συμμετείχαν με 50%. Η δε περαιτέρω διείσδυσή τους καθίσταται προβληματική λόγω του διαρκώς αυξανόμενου ποσοστού απόρριψης της εγχεόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο (curtailment) στην προσπάθεια του Διαχειριστή (ΑΔΜΗΕ) να προστατέψει την ευστάθεια του δικτύου.
Η ανώμαλη σήμερα κατάσταση αναμένεται ότι θα βελτιωθεί οριακά με την προσθήκη συστημάτων αποθήκευσης μετά το 2026. Όμως, τα σημερινά προβλήματα οδηγούν σε μείωση του ενδιαφέροντος των επενδύσεων σε μεγάλα έργα ΑΠΕ, κυρίως στα φωτοβολταϊκά. Από εδώ και εμπρός το ενδιαφέρον μοιραία θα στραφεί σε εφαρμογές ΑΠΕ που μπορούν να συνεισφέρουν συνεχή παραγωγή ηλεκτρισμού (δηλ. βιοαέριο, μικρά υδροηλεκτρικά, γεωθερμία), καθώς και ημιαυτόνομες οικιακές εφαρμογές με φωτοβολταϊκά.
Έτσι, η ένταξη φωτοβολταϊκών στο κτιριακό κέλυφος σε νέα και υφιστάμενα κτίρια στην Ελλάδα και σε άλλες Μεσογειακές χώρες αναδεικνύεται σαν την βασική πρόκληση για τα επόμενα χρόνια. Οι ΑΠΕ έχουν λαμπρό μέλλον και η περαιτέρω ανάπτυξή τους θα επικεντρωθεί στο πλαίσιο έξυπνων δικτύων και ολοκληρωμένων κτιριακών λύσεων.
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ τα τελευταία 50 χρόνια επέτρεψε να καταλάβουν μια θέση στο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα (από σχεδόν μηδενική συμμετοχή που ήταν πριν το 1973, με εξαίρεση τα υδροηλεκτρικά και την βιομάζα), την οποία θα διευρύνουν σιγά και σταθερά στο πλαίσιο του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος, χωρίς όμως δυνατότητα μονοπώλησής του. Αυτό παραμένει μια πολύ σημαντική κατάκτηση για τις ΑΠΕ.
Σήμερα, οι ΑΠΕ έχουν εδραιωθεί για τα καλά τόσο στο συνολικό ενεργειακό μίγμα και κυρίως στην ηλεκτροπαραγωγή. Όμως, η περαιτέρω ανάπτυξή τους τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες στην Ευρώπη και ευρύτερα θα εξαρτηθεί από το ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής ενέργειας που θα παρέχουν. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επικρατήσει ρεαλισμός ως προς τους (εξωπραγματικούς) στόχους που έχουν τεθεί από το ΕΣΕΚ, όπου, μεταξύ άλλων, προβλέπουν κάλυψη του 43% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της χώρας από ΑΠΕ μέχρι το 2030, και 77.2% μέχρι το 2040. Δηλαδή δύο και τρεις φορές επάνω από τα σημερινά επίπεδα.
Μετά το τέλος των επιδοτήσεων και εγγυημένων τιμών που απολαμβάνουν μέχρι στιγμής θα ακολουθήσει μια περίοδος προστατευμένης προσαρμογής, ενώ στην συνέχεια οι παραγωγοί θα αμείβονται βάσει των κανόνων της αγοράς. Η περίοδος προσαρμογής θα είναι επώδυνη, αλλά πολύ αναγκαία, για όλους σχεδόν τους αυτοπαραγωγούς ΑΠΕ. Σε πολύ λίγα χρόνια από σήμερα, οι ΑΠΕ θα υποχρεωθούν να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις υποβοηθούμενες από συστήματα αποθήκευσης- τις συμβατικές μορφές ενέργειας.
Σταδιακά το ενδιαφέρον θα στραφεί σε μικρότερης κλίμακας εφαρμογές ΑΠΕ, κυρίως οικιακά φωτοβολταϊκά και γεωθερμία, που όμως μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στην βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων και των μικρών επιχειρήσεων.
Εξετάζοντας συνολικά την πορεία και μετασχηματισμό του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος και αντιμετωπίζοντας με μεγαλύτερο ρεαλισμό τον ρόλο των ΑΠΕ (μαθαίνοντας από την μέχρι σήμερα εμπειρία κόστους-οφέλους σε περιφερειακή και εθνική βάση), η εκτίμησή μας είναι ότι οδεύουμε προς ένα πλέον ισοσκελισμένο ενεργειακό μείγμα (σε ό,τι αφορά την συμμετοχή των διαφόρων πηγών ενέργειας), όπου αυτό δεν θα μονοπωλείται από μια μόνο μορφή ενέργειας. Υπό αυτή την έννοια και σε βάθος χρόνου, οι ΑΠΕ θα συμβάλλουν κατά ένα σχετικά μικρό ποσοστό στο ενεργειακό μίγμα χωρίς τάσεις υπερίσχυσης έναντι των άλλων μορφών, κυρίως πυρηνική ενέργεια, φυσικό αέριο και άνθρακα.
Σημ.: Το άρθρο αυτό βασίζεται στην παρουσίασή μου στο Renewable EnergyTech & Forward Green 2025 που έλαβε χώρα από τις 13 έως και τις15 Μαρτίου 2025 στο Διεθνές Εκθεσιακό Κέντρο Θεσσαλονίκης υπό τη διοργάνωση της ΔΕΘ-HELEXPO. Βλέπε εδώ για την πλήρη παρουσίαση.