ακραίες περιπτώσεις το θερμόμετρο άγγιξε τους 37,6 °C. Αντίστοιχα, με εκτίμηση για τον χειμώνα (με βάση και τα έξοδα για θέρμανση) υπολογίστηκε πως υπάρχουν κατοικίες με εσωτερικές θερμοκρασίες 10-12 °C!
Πρόκειται για αποτελέσματα έρευνας που διεξήχθη σε 45 ευάλωτα νοικοκυριά της Αθήνας από το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου (ΕΙΠΑΚ), σε συνεργασία με το δίκτυο C40 Cities (για το κλίμα) και τον Δήμο Αθηναίων. «Οι έλεγχοι, με τη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων, περιελάμβαναν επιτόπου μετρήσεις θερμοκρασίας, υγρασίας και συγκέντρωσης CO2, καθώς και θερμογραφίες για την αξιολόγηση της θερμικής κατάστασης των κτιρίων. Επιπλέον μετά από λεπτομερή αποτύπωση του χώρου και πρόσβαση, όπου ήταν εφικτό, στους λογαριασμούς ενέργειας, αναλύθηκαν τα αποτελέσματα με ταξινόμηση δεδομένων και ενεργειακή μοντελοποίηση, ώστε να εξαχθούν εξατομικευμένες προτάσεις για άμεσες και μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης», λέει στην «Κ» ο κ. Στέφανος Παλλαντζάς, διευθυντής του ΕΙΠΑΚ.
«Η ενεργειακή φτώχεια αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της Αθήνας. Σε μια πόλη με μεγάλο ποσοστό πολύ παλαιών κτιρίων, τα οποία δεν διαθέτουν μόνωση, κι ενώ το κόστος της ενέργειας έχει αυξηθεί πάρα πολύ, όλο και περισσότερες οικογένειες αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές ενεργειακές τους ανάγκες και να εξασφαλίσουν άνετες συνθήκες διαβίωσης», υπογραμμίζει ο κ. Παλλαντζάς. Αξίζει να τονιστεί πως τα επίπεδα θερμοκρασιών που βρέθηκαν στις κατοικίες της έρευνας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα, ειδικά για τους ηλικιωμένους, καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες τα τελευταία χρόνια έχουν οδηγήσει σε αυξημένα περιστατικά θερμοπληξίας και εξάντλησης από τη ζέστη. «Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι οι λογαριασμοί ρεύματος είναι υπερβολικά υψηλοί και πολλοί ένοικοι αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τον κλιματισμό για να επιτύχουν το βέλτιστο εύρος θερμοκρασίας των 20-25 °C», αναφέρει ο διευθυντής του ΕΙΠΑΚ.
Το 77% των κατοικιών που εξετάστηκαν ήταν ιδιόκτητες και το 49% κατοικείτο από συνταξιούχους. Το 87% των κατοικιών χτίστηκε προ του 1980, πριν από την εφαρμογή κανονισμών θερμομόνωσης, άρα είναι τελείως ενεργειακά ανοχύρωτες. Συγκεκριμένα, το 80% των κατοικιών δεν έχει θερμομόνωση τοίχων, το 73% δεν έχει θερμομόνωση οροφής, ενώ το 69% έχει αλουμινένια ψυχρά κουφώματα και το 33% μονά τζάμια. Είναι χαρακτηριστικό πως τα σπίτια που χτίστηκαν από το 1981 και μετά έχουν τουλάχιστον 15% μικρότερες ενεργειακές απαιτήσεις. Ηλιακό θερμοσίφωνα διαθέτει το 50% των κατοικιών, αλλά οι περισσότεροι ήταν χωρίς συντήρηση και άρα με μειωμένη απόδοση.
Οσον αφορά τους «δρόμους» των ενεργειακών απωλειών, ως κύριοι εντοπίστηκαν οι μη μονωμένες οροφές και οι εξωτερικοί τοίχοι, τα παράθυρα και ο ανεπαρκής αερισμός.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό ήταν το γεγονός πως στα προσωπικά ερωτηματολόγια που συλλέχθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, το 56% των συμμετεχόντων αξιολόγησε ως «άνετη» τη θερμική κατάσταση στο εσωτερικό του σπιτιού του, ακόμη κι όταν η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 28 °C! «Δυστυχώς αυτό δείχνει πως πολλοί έχουν προσαρμοστεί σε ανθυγιεινά και επικίνδυνα επίπεδα θερμοκρασίας λόγω της αδυναμίας χρήσης κλιματισμού. Τις ίδιες απαντήσεις έδωσαν πολλοί κάτοικοι και για τον χειμώνα, θεωρώντας πως είναι ικανοποιημένοι με θερμοκρασίες 12-15 °C στον χώρο τους. Αυτός είναι ο ξεκάθαρος ορισμός της ενεργειακής φτώχειας σε ανθρώπους που ζούνε σε σπίτια-σουρωτήρια», σχολιάζει ο κ. Παλλαντζάς.
Με βάση και τα ευρήματα, το Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου σημειώνει πως υπάρχουν δύο κατηγορίες παρεμβάσεων. Η πρώτη περιλαμβάνει άμεσες εξατομικευμένες αλλαγές, όπως βελτίωση των κουφωμάτων, τοποθέτηση θερμομονωτικών υλικών, συντήρηση ή εγκατάσταση κλιματιστικών μονάδων, που προσφέρουν ελαφρά μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης, αλλά όχι δραστική βελτίωση της θερμικής άνεσης.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά ένα ολιστικό σχέδιο ανακαίνισης, με μελέτη παθητικού κτιρίου συνολικής ενεργειακής αναβάθμισης, που περιλαμβάνει εξωτερική θερμομόνωση, αντικατάσταση κουφωμάτων και ενεργειακά αποδοτικά συστήματα θέρμανσης και ψύξης. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να έχει σημαντική μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και βελτίωση των συνθηκών ζωής, καθώς μπορεί να δώσει –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΕΙΠΑΚ– εξοικονόμηση 64% στη μέση κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, μείωση 73% στη μέση απαίτηση θέρμανσης, μείωση 59% στη μέση απαίτηση ψύξης και μείωση 69% στις εκπομπές CO2.
Βεβαίως απαιτούνται και μέτρα για την καταπολέμηση της φτώχειας, καθώς όπως καταγράφηκε ακόμη και μετά από μια σημαντική ενεργειακή αναβάθμιση της κατοικίας του μόλις το 28,5% των ερωτηθέντων θα μπορούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς ενέργειας που απαιτούνται για θερμική άνεση, παρότι αυτοί θα είναι μειωμένοι.
*Από kathimerini.gr