Μιλώντας με κορυφαίο στέλεχος της εγχώριας βιομηχανίας υδρογονανθράκων για το παγωμένο project του EastMed, για το οποίο ασκείται έντονη κριτική στην κυβέρνηση, από το αντιπολιτευτικό φάσμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής και ορισμένους «ανεξάρτητους» αναλυτές, το energia.gr “θυμήθηκε” τους λόγους για τους οποίους το φιλόδοξο, αν και πρωτίστως πολιτικού χαρακτήρα έργο δεν έστερξε να ευοδωθεί

Συνοπτικά: 

  • Το υψηλό κόστος του (πάνω από 7 δισ. δολάρια ΗΠΑ). 
  • τα μεγάλα θαλάσσια βάθη (πάνω από 3.500 μέτρα σε ορισμένα σημεία- Για να δώσουμε ένα παράδειγμα ο πολύπαθος αγωγός Νordstream2, που θα εφοδίαζε την κεντρική Ευρώπη με ρωσικό φυσικό αέριο, ποντίστηκε και αγκυρώθηκε στην Βαλτική θάλασσα σε βάθη μεταξύ 15-210 μέτρων! Η Βαλτική είναι μια κλειστή θάλασσα της οποίας το μέσο βάθος φθάνει στα μόλις 55 μέτρα και το μέγιστο στα 459 μέτρα).
  • το έλλειμμα επαρκών ποσοτήτων φυσικού αερίου (η περιοχή δεν διαθέτει περισσότερο από το 2% των παγκόσμιων αποθεμάτων αερίου, επομένως, η ιδέα να τροφοδοτήσει τις ευρωπαϊκές αγορές με 10 bcm  όταν οι ανάγκες της ξεπερνούν τα 450 bcm αφορά περισσότερο στη διαφοροποίηση των πηγών παρά στην ουσιαστική κάλυψη των ουσία, καθαυτή) για να τροφοδοτηθούν οι αγορές της Ευρώπης, όπως ήταν το σχέδιο
  • και η αμφισημία των ΗΠΑ υπό την έννοια ότι δεν είναι σαφές εάν έχει τη διάθεση να υποστηρίξει έργα διασυνδέσεων αυτού του εύρους και στρατηγικής σημασίας  όταν μάλιστα αμφιβάλει για την οικονομική  βιωσιμότητάς τους. 

Τέλος, η πανταχού παρούσα Τουρκία -που “παραπονέθηκε” ότι αποκλείστηκε σκοπίμως- και οι παρενοχλήσεις της που υπαγορεύονται από την εθνική της ατζέντα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία αποτελεί το αναγκαίο κακό στην όλη ιστορία. 

Μια σημαντική παράμετρος που διαφεύγει, ενδεχομένως, της προσοχής μας, είναι η βούληση των Αμερικάνων και των κυριότερων από τους Ευρωπαίους συμμάχους τους (όσοι και αν έχουν απομείνει…) να αναπτύξουν κυρίως την παραγωγή στην περιοχή καθώς και την τροφοδότησή της με περισσότερο φυσικό αέριο για λόγους που άπτονται της γεωπολιτικής σταθερότητας, ιδίως της Αιγύπτου.    

Η κρίση και τα απόνερά της 

Η ενεργειακή κρίση που έπληξε την αραβική χώρα το καλοκαίρι του 2024, και είχε ως αποτέλεσμα καθημερινές και εκτεταμένες διακοπές στην ηλεκτροδότηση, ανέδειξε τη σημασία του Ισραήλ ως προμηθευτή φυσικού αερίου για την αιγυπτιακή οικονομία. Η ενεργειακή συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, που αποτελεί περίπου το 86% του συνολικού εμπορίου τους, συνεχίστηκε αδιάλειπτα και μετά τα γεγονότα στην Γάζα τον Οκτώβριο του 2023, παρά τις απειλές του Ιράν και των εντολοδόχων του κατά των ισραηλινών εγκαταστάσεων φυσικού αερίου.  

Δεδομένων των εντάσεων στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών λόγω του πολέμου, ο τομέας της ενέργειας έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει κεντρικό μοχλό για την ενίσχυση και την ανοικοδόμηση των δεσμών τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω τεσσάρων μέτρων:

  • επέκταση των ισραηλινών εξαγωγών φυσικού αερίου προς την Αίγυπτο
  • ανάπτυξη του κοιτάσματος φυσικού αερίου «Gaza Marine» στο πλαίσιο των προσπαθειών για την αποκατάσταση της Γάζας υπό εναλλακτική παλαιστινιακή ηγεσία αντί της Χαμάς 
  • ενίσχυση του ρόλου του Φόρουμ Φυσικού Αερίου Ανατολικής Μεσογείου (EMGF) ως μηχανισμού περιφερειακού διαλόγου για την αντιμετώπιση των πολιτικών προκλήσεων, της ασφάλειας και της ενέργειας 
  • και επέκταση της συνεργασίας Ισραήλ-Αιγύπτου στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. 

Ο Αιγύπτιος πρωθυπουργός Mostafa Madbouly ο οποίος ζήτησε  δημόσια συγγνώμη  από τους πολίτες της χώρας διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνησή του είχε εκπονήσει σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης έως το τέλος του 2024. 

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε τους λόγους για τους οποίους η Αίγυπτος, με τα υποτιθέμενα «θηριώδη» υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Μεσόγειο, αντιμετώπισε αυτές τις καταστροφικές ελλείψεις ενέργειας. 

Κατ΄αρχάς, έχει μειωθεί η παραγωγή των τοπικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Η παραγωγή στο κοίτασμα Zohr μειώθηκε κατά περισσότερο από 40% το 2024 σε σύγκριση με την μέγιστη παραγωγή του το 2021. Επί του παρόντος, το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει το 51% της ενεργειακής παραγωγής της Αιγύπτου και αναλογεί στο 76,8% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. 

Ύστερα, υπάρχει το πρόβλημα με το αυξανόμενο χρέος της Αιγύπτου προς τις ξένες εταιρείες φυσικού αερίου που έχει επιφέρει μείωση των επενδύσεων για την ανάπτυξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη χώρα, κάτι που επηρεάζει, έμμεσα την εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου. 

Κατόπιν, η Αίγυπτος πλήττεται από το φαινόμενο των ρευματοκλοπών στο δίκτυο, που σε ορισμένες περιοχές φθάνει το 45%. 

Παράλληλα, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Αίγυπτο έχει διπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες λόγω της αύξησης του πληθυσμού και κορυφώνεται κατά τους θερινούς μήνες, εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών (σε ορισμένες περιοχές της χώρας ξεπερνούν και τους 47°C). 

Τέλος, σημειώνεται μια μικρή αλλά αναμενόμενη εποχική μείωση της τάξης του 8% στις ισραηλινές εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Αίγυπτο λόγω της αυξημένης εγχώριας κατανάλωσης στο Ισραήλ στη διάρκεια του καλοκαιριού. 

Το εύρος της ενεργειακής κρίσης της Αιγύπτου αντικατοπτρίζεται σε διάφορες μετρήσεις. Ο Αιγύπτιος Υπουργός Πετρελαίου Karim Bedawi σημείωσε τον Οκτώβριο του 2024 ότι η παραγωγή φυσικού αερίου της Αιγύπτου μειώθηκε κατά 25% τα τελευταία δύο χρόνια. 

(Eξαγωγές φυσικού αερίου, Αίγυπτος, 1960-2023. Πηγή: www.ceicdata.com)

Το α΄ εξάμηνο του 2024, η παραγωγή φυσικού αερίου στην Αίγυπτο μειώθηκε κατά περίπου 15% σε σύγκριση με το 2023, ενώ το β’ τρίμηνο του 2024 υποχώρησε για πρώτη φορά σε επίπεδα που είχαν καταγραφεί το 2017. Ταυτόχρονα, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το 2024 αυξήθηκε κατά 12% από το 2022. 

Κάπως έτσι, η Αίγυπτος έχασε την ενεργειακή ανεξαρτησία της για πρώτη φορά από το 2018, και υποχρεώθηκε να εισάγει καύσιμα με κόστος περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε μηνιαία βάση, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του δικτύου ηλεκτροδότησης. 

Ακόμη χειρότερα, η Αίγυπτος έχει μετατραπεί από εξαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) σε εισαγωγέα! 

Το 2022, η Αίγυπτος εξήγαγε LNG αξίας 8,4 δισ. δολαρίων. Όμως, ένα χρόνο αργότερα, οι εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου της της απέφεραν μόλις 2,7 δισ. δολάρια. 

Έως τον Μάιο του 2024, η Αίγυπτος ανέστειλε τις εξαγωγές LNG για να καλύψει τις δικές της ανάγκες, ενώ έως τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, είχε υπογράψει συμβάσεις για την εισαγωγή 50 φορτίων LNG για εσωτερική χρήση. 

Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω όταν η απώλεια των εσόδων από τις εξαγωγές LNG, συνέπεσε με τη μείωση της κίνησης στη διώρυγα του Σουέζ, κατά περισσότερο από 60%, εξαιτίας των επιθέσεων των ανταρτών Χούτι στην Ερυθρά Θάλασσα, με τις συνολικές απώλειες εσόδων να ξεπερνούν τα 6 δισεκατομμύρια δολάρια. 

Η έλλειψη φυσικού αερίου θέτει την κυβέρνηση του Καΐρου ενώπιον σημαντικών ενεργειακών και οικονομικών προκλήσεων, αλλά προσφέρει επίσης μια ευκαιρία για την ενίσχυση των σχέσεων Αιγύπτου-Ισραήλ. Πάνω απ’ όλα όμως, έχει προκαλέσει το ισχυρό ενδιαφέρον των χωρών της Δύσης που ενδιαφέρονται πρωτίστως για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στη σημαντική αυτή χώρα του αραβικού κόσμου. 

Καλύτερο παράδειγμα από τη συμβολή του Ισραήλ στην σταθερότητα της αιγυπτιακής οικονομίας δεν υπάρχει. Το εβραϊκό κράτος είναι σημαντικός προμηθευτής φυσικού αερίου των Αράβων γειτόνων του. 

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία για το περασμένο έτος, το Ισραήλ εξήγαγε 8,7 bcm φυσικού αερίου στην Αίγυπτο το 2023, ποσότητα που αντιπροσωπεύει το 1/6 της εγχώριας κατανάλωσης φυσικού αερίου, όταν το 2022 είχε εξάγει 6,3 bcm. 

Η σχετική σταθερότητα του εμπορίου φυσικού αερίου μεταξύ των δύο χωρών κατά τη διάρκεια του πολέμου υπήρξε αξιοσημείωτη, παρά τις εντάσεις που προέκυψαν για την Γάζα. Η κύρια διαταραχή σημειώθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε εβδομάδων του πολέμου, όταν οι προμήθειες φυσικού αερίου προς την Αίγυπτο μειώθηκαν κατά περισσότερο από 50%. Επίσης, διακόπηκε η εξόρυξη φυσικού αερίου από το κοίτασμα Ταμάρ, που βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα ανοικτά των ακτών της Γάζας, προκειμένου να προστατευθεί η πλατφόρμα και οι εργαζόμενοί της από πυραυλικές επιθέσεις, ενώ η λειτουργία του αγωγού EMG από την Ασκελόν προς το Ελ-Αρίς ανεστάλη λόγω ανησυχιών για σαμποτάζ. Αντίθετα, η ροή ισραηλινού φυσικού αερίου προς την Αίγυπτο μέσω Ιορδανίας συνεχίστηκε απρόσκοπτα. 

Η Αίγυπτος και το Ισραήλ πέτυχαν να διατηρήσουν το φυσικό αέριο ως σταθερό και συνεχή δίαυλο διμερούς συνεργασίας καθ' όλη τη διάρκεια της σύρραξης στην περιοχή, χάρη στην παραδοχή ότι το ορυκτό καύσιμο αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα και για τις δύο πλευρές. Για την Αίγυπτο, αυτό αποδείχτηκε ευεργετικό, καθώς εξασφάλισε τον  ενεργειακό εφοδιασμό της, στήριξε τη πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ευημερία της και παρείχε μια πολύτιμη αγορά για το ισραηλινό αέριο και πολύτιμα έσοδα για την ισραηλινή οικονομία. 

Οι συνέπειες για την Ανατολική Μεσόγειο 

Οι γεωπολιτικές και στρατιωτικές εντάσεις στην περιοχή ενισχύουν την αβεβαιότητα για την ευόδωση των φιλόδοξων στόχων που τέθηκαν τα προηγούμενα χρόνια σχετικά με το μέλλον της Ανατολικής Μεσογείου ως ενεργειακός κόμβος και ελκυστικός προορισμός για άμεσες ξένες επενδύσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις διεθνείς εταιρείες ενέργειας.

Ακόμη, ενώ η εικόνα των σχέσεων Ισραήλ-Αιγύπτου στην ενέργεια είναι ενθαρρυντική, εν τούτοις, το δυναμικό σε αυτόν τον τομέα απέχει πολύ από το να έχει πλήρως αξιοποιηθεί. 

Mε αφορμή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην Αίγυπτο, το energia.gr θέλησε να παρουσιάσει μια συνοπτική εικόνα της χώρας των Φαραώ σε όρους ενέργειας και οικονομίας. 

Στις 11 Μαρτίου, η Υπουργός Προγραμματισμού, Οικονομικής Ανάπτυξης και Διεθνούς Συνεργασίας της Αιγύπτου, Rania Al Mashat ανακοίνωσε ότι το επενδυτικό σχέδιο του Υπουργείου Ηλεκτρισμού και Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για το οικονομικό έτος 2024/25 περιλαμβάνει δημόσιες επενδύσεις ύψους 99,9 δισεκατομμυρίων αιγυπτιακών λιρών (περίπου 1,80 δισ. ευρώ) για 48 έργα. 

Τα έργα αποβλέπουν στη βελτίωση των υπηρεσιών ηλεκτρικής ενέργειας, την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, την προσέλκυση επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργικού Συμβουλίου. 

(Κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, Αίγυπτος (ΤWh). Πηγή: www.enerdata.net)

Ο υπουργός Ηλεκτρισμού Mahmoud Esmat ανέφερε ότι η Αίγυπτος στοχεύει να παράγει 12.000 MW από ΑΠΕ και 3.350 MW από αποθήκευση με μπαταρίες έως το 2026, κάτι που θα αυξήσει την συνολική ισχύ από ΑΠΕ σε 20.000 MW, καθώς και στις 3.600 MW από πυρηνική ενέργεια και 2.400 MW από αντλησιοταμίευση, έως το 2029. 

Ο Αιγύπτιος υπουργός περιέγραψε επίσης τη στρατηγική της Αιγύπτου να μετατραπεί σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο, ενσωματώνοντας τις αγορές της Αφρικής, της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής μέσω των υφιστάμενων έργων ηλεκτρικής διασύνδεσης με το Σουδάν, την Λιβύη, την Ιορδανία και την Σαουδική Αραβία. 

Εξάλλου, η Αίγυπτος ήταν ο κύριος αποδέκτης των επενδύσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης κατά το 2024, με με νέες δεσμεύσεις για 26 έργα συνολικού ύψους σχεδόν 1,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 98% αφορούσε στον ιδιωτικό τομέα και το 50% στην πράσινη χρηματοδότηση.

Η Αίγυπτος είναι σημαντική αναδυόμενη οικονομία της αγοράς και μέλος της Αφρικανικής Ένωσης, των BRICS και της Αφρικανικής Ηπειρωτικής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (AfCFTA).

Η χώρα ανακάμπτει ύστερα από την κρίση των τελευταίων δύο ετών και εκτιμάται ότι το ΑΕΠ της θα αυξηθεί κατά 4,1% το 2025.

Η οικονομία βασίζεται κυρίως στη γεωργία, στα μέσα ενημέρωσης, τις εισαγωγές πετρελαίου, το φυσικό αέριο και τον τουρισμό, με την γεωργία να συμβάλει το 2023, στο περίπου 10,6% του ΑΕΠ, τη βιομηχανία στο 32,73% και τις υπηρεσίες στο 51,65%.

Από το 2024, το εξωτερικό χρέος της Αιγύπτου ανέρχεται σε περίπου 152,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα υψηλά επίπεδα εξυπηρέτησης του χρέους έχουν επιβαρύνει τη δημοσιονομική ικανότητα της Αιγύπτου και έχουν περιορίσει την ικανότητά της να επενδύει σε κρίσιμες υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες.

Η Αίγυπτος υπέστη ισχυρές συνέπειες από την άνοδο των τιμών των τροφίμων, που αυξήθηκαν κατά 72% κατά το τελευταίο οικονομικό έτος, εξωθώντας το κόστος διαβίωσης πάνω από τα όρια της πλειονότητας των πολιτών.

Ωστόσο ο πληθωρισμός επιβραδύνεται από το ρεκόρ του 38% τον περασμένο Σεπτέμβριο, αλλά εξακολουθεί να παραμένει υψηλός.

Η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία υποτιμήθηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια του 2022, αλλά έκτοτε παραμένει περίπου αμετάβλητη. Οι ελλείψεις συναλλάγματος εξακολουθούν να υφίστανται, γεγονός που συνέβαλε στη συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών για εισαγωγές.

Η Αίγυπτος εξακολουθεί να στηρίζεται σε ξένες οικονομικές ενισχύσεις, συμπεριλαμβανομένης της νέας ένεσης ρευστότητας, ύψους 35 δισ. δολαρίων από την Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Σημειώνουμε ακόμη ότι η χώρα είναι, σήμερα, ο δεύτερος μεγαλύτερος οφειλέτης του ΔΝΤ.

Μια επανεκτίμηση των δημόσιων επενδύσεων είναι απαραίτητη ενόψει της αποτελεσματικότητας των δαπανών, προτείνει η έκθεση του ΟΟΣΑ για την οικονομική κατάσταση της Αιγύπτου.

Τέλος, η Αίγυπτος κατατάσσεται στην πρώτη 15άδα των μεγαλύτερων στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ 145 χωρών, με τις δαπάνες για την άμυνα να φθάνουν στα 9 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023.

 

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr