αστάθειας στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και αυξανόμενη συμφόρηση του δικτύου διανομής, πράγμα που σημαίνει ότι η ταχεία ανάπτυξη της ευελιξίας, τόσο μέσω της μετατόπισης της ζήτησης όσο και μέσω της ανάπτυξης αποθήκευσης ενέργειας σε κλίμακα δικτύου, θα είναι κρίσιμη για μια επιτυχημένη μετάβαση.
Και οι δύο μορφές ευελιξίας θα αυξηθούν γρήγορα από το 2025 έως το 2030, με τις μπαταρίες κλίμακας δικτύου να έχουν νέα χωρητικότητα 41 GW και την ευελιξία από την πλευρά της ζήτησης να πενταπλασιάζεται από 20 GW το 2024 σε 100 GW σε επτά μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές.
Η Γερμανία είναι πλέον η πιο ελκυστική αγορά για μπαταρίες κλίμακας δικτύου, έχοντας διαφορά από τη Μεγάλη Βρετανία, σύμφωνα με την ανάλυση.
Τόσο για τις μπαταρίες κλίμακας δικτύου όσο και για την ευελιξία από την πλευρά της ζήτησης, η Ισπανία είναι η λιγότερο ελκυστική από τις περιοχές που αξιολογήθηκαν.
Τρεις βασικές προκλήσεις μετάβασης που αναλύθηκαν από την LCP Delta περιλαμβάνουν τη συνεργασία με τους πελάτες, τη συμφόρηση του δικτύου διανομής και την αστάθεια της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε επτά ευρωπαϊκές αγορές: Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι προσθήκες αιολικής και ηλιακής ενέργειας σε κλίμακα δικτύου σε αυτές τις αγορές θα φτάσουν τα 267 GW μέχρι το τέλος της δεκαετίας, με 59 GW εξ αυτών στη Μεγάλη Βρετανία.
Συνολικά, η δυναμικότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα μπορούσε να δημιουργήσει το 60% της ετήσιας ζήτησης σε τέσσερις αγορές έως το 2030, αν και μια αναντιστοιχία παραγωγής και ζήτησης σημαίνει ότι το πραγματικό ποσοστό θα είναι χαμηλότερο.
Επιπλέον, η διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα σημειώσει άνοδο στην πλεονάζουσα παραγωγή, με τη Βρετανία και τη Γερμανία να αναμένεται να δουν πλεονάζουσα παραγωγή ανανεώσιμων πηγών αλλά και πυρηνικής ενέργειας στο 56% και 46% των ωρών έως το 2030, αντίστοιχα, σε σύγκριση με μόλις 6% και 17% το 2024.