Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ έκανε χθες την πρώτη δική της κίνηση προς την κατεύθυνση του πολέμου για την τεχνολογική κυριαρχία και προσέθεσε στη μαύρη λίστα δεκάδες κινεζικές εταιρείες. Ηταν μια ακόμη προσπάθεια της Ουάσιγκτον να αποτρέψει την ανάπτυξη προηγμένων μικροεπεξεργαστών τεχνητής νοημοσύνης, υπερηχητικών όπλων και υψηλής τεχνολογίας για στρατιωτική χρήση.
Ανάμεσα στις εταιρείες που προστέθηκαν στη μαύρη λίστα είναι έξι θυγατρικές της κινεζικής Inspur, που δραστηριοποιείται στο νέφος του Διαδικτύου και έχει συνεργαστεί με την αμερικανική βιομηχανία μικροεπεξεργαστών Intel. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρόσθεσε την Inspur στη μαύρη λίστα από το 2023, οπότε και δέχθηκε επικρίσεις γιατί δεν συμπεριέλαβε και τις θυγατρικές της. Στο σκεπτικό της απαγόρευσης η Ουάσιγκτον εξηγεί πως οι θυγατρικές της εν λόγω εταιρείας έχουν συνδράμει στην ανάπτυξη υπερυπολογιστών για στρατιωτική χρήση και έχουν διευκολύνει κινεζικές εταιρείες να αποκτήσουν αμερικανική τεχνολογία για να στηρίξουν σχέδια της Κίνας και του κινεζικού στρατού. Προσθέτει μάλιστα πως οι θυγατρικές της Inspur έχουν αναπτύξει μεγάλα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης και προηγμένους μικροεπεξεργαστές για στρατιωτική χρήση. Ανακοινώνοντας τη σχετική απόφαση της Ουάσιγκτον ο Αμερικανός υπουργός Εμπορίου, Χάουαρντ Λιούτνικ, τόνισε πως η υπερδύναμη «δεν θα επιτρέψει στους αντιπάλους της να εκμεταλλευτούν την αμερικανική τεχνολογία ώστε να δώσουν ώθηση στις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις και να απειλήσουν τις ζωές των Αμερικανών». Οι περιορισμοί της μαύρης λίστας στις περισσότερες περιπτώσεις ισχύουν για όσες ξένες εταιρείες εξάγουν προϊόντα που περιέχουν αμερικανική τεχνολογία σε κινεζικούς ομίλους. Οταν μια αμερικανική εταιρεία ενδιαφέρεται για οποιοδήποτε είδος συνεργασίας και ειδικότερα για να εξαγάγει τεχνολογία σε μια από τις εταιρείες της μαύρης λίστας, τότε υποβάλλει σχετικό αίτημα άδειας, που στις περισσότερες περιπτώσεις απορρίπτεται.
Στη μαύρη λίστα η Ουάσιγκτον συμπεριέλαβε επίσης τις Henan Dingxin Information Industry, Nettrix Information Industry, Suma Technology και Suma-USI Electronics, τέσσερις κινεζικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή υπερεπεξεργαστών για στρατιωτική χρήση, όπως για τη δημιουργία πυρηνικών όπλων. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ουάσιγκτον, οι τέσσερις αυτές εταιρείες προσέφεραν σημαντική τεχνογνωσία στην εταιρεία Sugon που κατασκευάζει εξοπλισμό υπολογιστών και βρίσκεται στη μαύρη λίστα από το 2019, οπότε έκρινε η τότε κυβέρνηση Μπάιντεν ότι κατασκεύαζε υπερυπολογιστές για στρατιωτική χρήση. Παράλληλα, στη μαύρη λίστα προστέθηκαν και δύο ακόμη εταιρείες που, σύμφωνα με το υπουργείο Εμπορίου, προμήθευαν τεχνολογία στη Huawei και τη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών HiSilicon. Huawei και HiSilicon έχουν προ πολλού αποκλειστεί από κάθε συνεργασία με αμερικανικές εταιρείες.
Εν ολίγοις, μπαίνοντας στον τεχνολογικό πόλεμο με την Κίνα η κυβέρνηση Τραμπ δείχνει να συμπληρώνει τη μαύρη λίστα που είχε συντάξει προ ετών η κυβέρνηση Μπάιντεν. Στην αρχική της μορφή η μαύρη λίστα προέβλεπε ενδελεχείς ελέγχους σε κάθε εταιρεία που συνεργάζεται με την Κίνα και σε όλους τους τομείς, από την κβαντική υπολογιστική μέχρι τους μικροεπεξεργαστές για τα μοντέλα της τεχνητής νοημοσύνης. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε επικριθεί τότε ότι δεν μερίμνησε επαρκώς για να κλείσει όλα τα «παραθυράκια» των σχετικών νόμων τα οποία χρησιμοποιούσαν κινεζικές εταιρείες για να ελίσσονται και να παρακάμπτουν τις απαγορεύσεις. Σύμφωνα με τον Τζέφρι Κέσλερ, υφυπουργό Εμπορίου για τη βιομηχανία και την ασφάλεια, η υπηρεσία του «στέλνει σαφές και ηχηρό μήνυμα» ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα αποτρέψει τη χρήση και κατάχρηση αμερικανικής τεχνολογίας «για υψηλής απόδοσης υπολογιστές, υπερηχητικούς πυραύλους, εκπαίδευση σε στρατιωτικά αεροσκάφη και μη εξοπλισμένα αεροσκάφη που μπορούν να απειλήσουν την εθνική μας ασφάλεια».
Από την πλευρά της η Κίνα αντέδρασε διά στόματος του υπουργείου Εξωτερικών, που ανακοίνωσε ότι «καταδικάζει κατηγορηματικά» τους νέους περιορισμούς στις εξαγωγές και κατήγγειλε την τακτική των ΗΠΑ που «γενικεύουν την έννοια της εθνικής ασφαλείας» και την επικαλούνται για τα πάντα. Η διεύρυνση της μαύρης λίστας έρχεται σε μια στιγμή που οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο είναι και πάλι ιδιαιτέρως τεταμένες εξαιτίας των δασμών που έχει επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, αλλά και των απειλών που έχει εξακοντίσει εναντίον της Κίνας για πολύ υψηλότερους και πολύ πιο καταστρεπτικούς δασμούς. Παράλληλα, όμως, έρχεται ενώ έχει προηγηθεί ο αιφνιδιασμός των αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης από το φθηνό μοντέλο που παρουσίασε προ διμήνου η κινεζική DeepSeek, προκαλώντας έντονη κινητικότητα από τις κινεζικές ανταγωνίστριές της αλλά και ασκώντας πίεση στις αμερικανικές και στα σαφώς ακριβότερα μοντέλα τους.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)