Τη δεκαετία του 1950 ο κλάδος της μεταποίησης αφορούσε το 35% των θέσεων εργασίας του ιδιωτικού τομέα στις ΗΠΑ. Σήμερα ο ίδιος κλάδος απασχολεί περίπου 12,8 εκατομμύρια Αμερικανούς, αφορά δηλαδή το 9,4% των θέσεων εργασίας του ιδιωτικού τομέα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ισχυρίζεται ότι η δασμολογική πολιτική του στοχεύει στην επιστροφή της μεταποίησης στις ΗΠΑ. Ομως οι οικονομολόγοι αμφιβάλλουν και ανησυχούν ότι η ζημία των δασμών θα είναι μεγαλύτερη από τα όποια οφέλη. Οι ΗΠΑ μάλλον δεν μπορούν αλλά και δεν θέλουν να γίνουν πάλι το «εργοστάσιο του κόσμου».
Η ανάδειξη της Αμερικής σε ένα παγκόσμιο μεγαθήριο της μεταποίησης οφείλεται, όπως σημειώνει η Wall Street Journal, σε μια σειρά από παράγοντες.
Στις αρχές του 1900 οι ΗΠΑ πρωτοστάτησαν στη μαζική παραγωγή. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε μια τεράστια αύξηση της παραγωγικής ικανότητάς τους, ενώ παράλληλα κατέστρεψε τους ανταγωνιστές τους, επισημαίνει η οικονομολόγος του Case Western Reserve University, Σούζαν Χέλπερ.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, περισσότεροι Αμερικανοί μπήκαν στη μεσαία τάξη και έφεραν ένα άλμα στις δαπάνες για διαρκή αγαθά.
Πολλά από αυτά τα προϊόντα ήταν υψηλής τεχνολογίας για την εποχή, καθώς πλυντήρια πιάτων και τηλεοράσεις προέκυψαν από τις καινοτομίες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Μετά τη δεκαετία του 1950 ο ρόλος της μεταποίησης στην οικονομία των ΗΠΑ άρχισε να μειώνεται. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Αμερικανοί γίνονταν πιο εύποροι και αφιέρωναν μεγαλύτερο μέρος των δαπανών τους σε υπηρεσίες, όπως ταξίδια, εστιατόρια και ιατρική περίθαλψη.
Οι θέσεις εργασίας ακολούθησαν τις δαπάνες, με περισσότερους ανθρώπους να δουλεύουν στον τομέα των υπηρεσιών, σε ξενοδοχεία, τράπεζες, δικηγορικά γραφεία και νοσοκομεία.
Περίπου αυτή την εποχή, λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του κόσμου, στη Λατινική Αμερική και στην Ασία, όπου το κόστος εργασίας ήταν πολύ χαμηλότερο, άρχισαν να αυξάνουν την παραγωγή μη διαρκών αγαθών. Οι ΗΠΑ ξεκίνησαν να εισάγουν όλο και περισσότερα από αυτά τα είδη. Και με την πάροδο του χρόνου το ίδιο συνέβη και με τα ελαφρά διαρκή αγαθά, όπως τα μπλέντερ.
Τη δεκαετία του 1980 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι Αμερικανοί κατασκευαστές μη διαρκών αγαθών δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να ανταγωνιστούν τις χώρες όπου το κόστος εργασίας ήταν χαμηλότερο. Αυτό εντάθηκε τη δεκαετία του 1990, εν μέρει ως αποτέλεσμα της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου της Βόρειας Αμερικής, που μείωσε τους δασμούς στα μεξικανικά προϊόντα.
Αλλά αυτό που συνέβη στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 ωχριά μπροστά σε όσα έγιναν μετά το 2001, με την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Από εκείνη τη στιγμή η Κίνα έκανε άνοιγμα σε ξένες επενδύσεις και απέκτησε πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές. Ξαφνικά οι ΗΠΑ είχαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των εισαγωγών από μια χώρα που είχε φθηνά εργατικά χέρια αλλά και μεγαλύτερο πληθυσμό.
Το 1999 η αξία των αμερικανικών εξαγωγών ήταν δεκαπλάσια σε σχέση με τις κινεζικές εξαγωγές. Αλλά το 2008 η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών στον κόσμο, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ.
Καθώς η Κίνα παρήγε όλο και περισσότερα προϊόντα, οι ΗΠΑ εστίασαν στις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα σήμερα να εξάγουν υπηρεσίες αξίας άνω του 1 τρισ. δολαρίων, δηλαδή πολύ περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Ετσι, ενώ το 1980 η μεταποίηση αφορούσε το 39% των υψηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ, μέχρι το 2021 το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 20%. Κατά την ίδια περίοδο το μερίδιο του χρηματοοικονομικού, επαγγελματικού και νομικού κλάδου στις υψηλά αμειβόμενες θέσεις αυξήθηκε από 8% σε 26%.
Οι οικονομολόγοι τάσσονται κατά της ευρείας χρήσης των δασμών εδώ και εκατοντάδες χρόνια, και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, τονίζει η Wall Street Journal. Ακόμη και μια αύξηση 30% στις θέσεις εργασίας στον τομέα της μεταποίησης θα αύξαινε το μερίδιο της μεταποίησης στην ιδιωτική απασχόληση μόνο στο 12%, υπολογίζεται, πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα του 1950.
Οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να επενδύσουν ώστε να παράγουν περισσότερα προϊόντα, αλλά με πιο στοχευμένο τρόπο και όχι μέσω σαρωτικών δασμών. Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως οι ημιαγωγοί, αποτελεί ένα παράδειγμα όχι μόνο για τις θέσεις εργασίας που θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτή η δραστηριότητα, αλλά και για λόγους οικονομικής και στρατιωτικής ασφάλειας. «Θέλουμε να αρχίσουμε να παράγουμε ξανά τα δικά μας μπλουζάκια;», αναρωτιέται μιλώντας στη WSJ η Σούζαν Χάουσμαν, οικονομολόγος του W.E. Upjohn Institute for Employment Research. «Πόσο σημαντικό είναι αυτό;».
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)