Δεν είναι κριτική στην πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ. Πρόκειται για σχόλιο του CNN από το 2012 και αναφέρεται στον τότε πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, που το 2009 επέβαλε δασμούς 35% στα κινεζικά ελαστικά αυτοκινήτων. Και ο λόγος ήταν ακριβώς ο ίδιος με αυτόν που κινεί και σήμερα τον Τραμπ: η μαζική εισβολή ασυναγώνιστα φθηνών κινεζικών προϊόντων που κατέκλυσαν τις αγορές της Δύσης, τόσο της Ευρώπης όσο και των ΗΠΑ, και εξόντωσαν τις εγχώριες βιομηχανίες.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η επέλαση της Κίνας στον δυτικό κόσμο έγινε σε μονοψήφιο αριθμό ετών μετά την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, οπότε τα προϊόντα της απέκτησαν προνομιακή πρόσβαση στις αγορές των ανεπτυγμένων οικονομιών, επιφέροντας σαρωτικές αλλαγές στο παγκόσμιο εμπόριο και στη διάρθρωση των οικονομιών ανά τον κόσμο. Από το 2008 η κυβέρνηση Ομπάμα είχε αντιληφθεί πως η Κίνα αποτελούσε ήδη οικονομική απειλή και ήταν το 2008 όταν η Ουάσιγκτον κέρδισε την πρώτη νίκη της εναντίον της Κίνας σε προσφυγή της στον ΠΟΕ. Και ήταν ο Μπάρακ Ομπάμα που ως πρόεδρος των ΗΠΑ επισήμανε ότι το Πεκίνο χειραγωγούσε την ισοτιμία του κινεζικού νομίσματος, του γουάν, διατηρώντας το σε χαμηλά επίπεδα ώστε να είναι πάμφθηνες οι κινεζικές εξαγωγές και να μην μπορεί κανείς να τις ανταγωνιστεί.
Με την τελευταία υποχώρησή του μέσα στην εβδομάδα και την απόφασή του να «παγώσει» τους δασμούς επί 90 ημέρες σε όλες σχεδόν τις χώρες πλην της Κίνας, ο Ντόναλντ Τραμπ έφερε και πάλι στο προσκήνιο τον αμιγώς σινο-αμερικανικό εμπορικό πόλεμο. Ασφαλώς και δεν είναι ο Τραμπ ο πρώτος πρόεδρος της υπερδύναμης που θεωρεί ότι πρέπει να θέσει φραγμούς στην επέλαση και τις μεθόδους της δεύτερης οικονομίας του πλανήτη. Σε μια αρχική φάση, όταν κατέκλυζαν τις δυτικές αγορές τα κινεζικά προϊόντα, κυρίως κλωστοϋφαντουργίας και γενικώς προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, η Κίνα όφειλε τη μετεωρική της άνοδο στο άλλοτε φθηνό εργατικό δυναμικό της. Σε ένα πλεονέκτημα που τείνει ήδη να χάσει τα τελευταία χρόνια, καθώς η επέλασή της στις ανεπτυγμένες οικονομίες οδήγησε σε άνοδο του βιοτικού επιπέδου των Κινέζων και αναπόφευκτα σε απαιτήσεις για καλύτερους μισθούς. Παράλληλα, όμως, η Κίνα οφείλει την ασύλληπτη άνοδό της σε αθέμιτες πρακτικές που κατά κόρον έχει εφαρμόσει και εξακολουθεί να εφαρμόζει στο εμπόριο, στη βιομηχανική πολιτική και στη στάση της προς τους εμπορικούς της εταίρους.
Ανάμεσά τους οι ασυνήθιστα γενναίες επιδοτήσεις που χορηγούσε και εξακολουθεί να χορηγεί το Πεκίνο στις κινεζικές βιομηχανίες για να διατηρεί χαμηλό το κόστος τους ώστε να έχουν τα πλέον ανταγωνιστικά προϊόντα στην παγκόσμια αγορά. Σύμφωνα με σχετική μελέτη του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών, το 2020 το κόστος των επιδοτήσεων και γενικώς της βιομηχανικής πολιτικής της Κίνας ανερχόταν σε 248 δισ. δολ., ποσό αντίστοιχο του 1,73% του κινεζικού ΑΕΠ. Παράλληλα το Πεκίνο χρηματοδοτεί στρατηγικής σημασίας και ανερχόμενες βιομηχανίες μέσω τουλάχιστον 1.800 κρατικά ελεγχόμενων επενδυτικών ταμείων που έχουν επιστρατεύσει γι’ αυτόν τον σκοπό πάνω από 900 δισ. δολ. και έχουν στόχο να φτάσουν στο 1,8 τρισ. δολ. Ετσι έχει κατορθώσει να συγκεντρώσει το μυθικό εμπορικό πλεόνασμά της ύψους 1 τρισ. δολ. με τον υπόλοιπο κόσμο και να έχει εμπορικό πλεόνασμα με σχεδόν όσες χώρες έχει εμπορικές συναλλαγές: με τις ΗΠΑ έχει εμπορικό πλεόνασμα 361 δισ. δολ. και με την Ε.Ε. 247 δισ. δολ.
Η Ουάσιγκτον έχει, άλλωστε, δικαιολογημένα αντιδράσει εδώ και χρόνια, υπό τον Τραμπ, βέβαια, σε άλλου είδους ατασθαλίες του Πεκίνου που έχουν δώσει δραματική ώθηση στην άνοδο της Κίνας. Ο λόγος για την αμαρτωλή τακτική του Πεκίνου να υποχρεώνει τις ξένες επιχειρήσεις σε σύναψη κοινοπραξιών με εγχώριες αν θέλουν να δραστηριοποιηθούν στην κινεζική αγορά. Μια πρακτική που έχει ενοχοποιηθεί για ασύστολη κλοπή τεχνογνωσίας και πνευματικής ιδιοκτησίας των δυτικών βιομηχανιών και έχει ενοχλήσει τα μέγιστα τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Ο Ντόναλντ Τραμπ, πάντως, ίσως διαταράσσει όντως το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα με πιθανώς επώδυνες επιπτώσεις, αλλά σε ό,τι αφορά την Κίνα δεν είναι αδικαιολόγητος.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")