Ενώ ο Έλλην Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προκειμένου να κερδίσει την προσοχή του Αμερικανού προέδρου έδωσε συνέντευξη στον “εναλλακτικό” συντηρητικό ιστότοπο Breitbart, ο οποίος μέχρι πρότινος τουλάχιστον, αποτελούσε ανάθεμα για τους ευυπόληπτους Ευρωπαίους ηγέτες.

 

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου είναι ο μόνος ηγέτης ο οποίος επαίνεσε την καταγγελλόμενη διεθνώς δασμολογική πολιτική του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Είναι επίσης ο μόνος ο οποίος στους τρεις μήνες μετά την αλλαγή φρουράς στην Ουάσιγκτον έχει γίνει δις δεκτός στον Λευκό Οίκο. Ωστόσο η τελευταία επίσκεψή του κατέληξε σε ψυχρολουσία.

Τρεις ήταν οι στόχοι του Νετανιάχου στην τελευταία συνάντησή του με τον Τραμπ: η ελάφρυνση των δασμών που επεβλήθησαν στην χώρα του, η χαλιναγώγηση της επαναπροσεγγίσεως ΗΠΑ-Τουρκίας, ει δυνατόν με αποτροπή της διαφαινομένης εντάξεως της γείτονος στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35, καθώς και η διατήρησις της πολιτικής “μέγιστης πιέσεως” έναντι του Ιράν. Και στα τρία αυτά σημεία ο απολογισμός των επαφών με τον Τραμπ υπήρξε αρνητικός.

Μάλιστα ο Ισραηλινός πρωθυπουργός βίωσε την δυσάρεστη έκπληξη να ακούει τον οικοδεσπότη του να πλέκει το εγκώμιο του Τούρκου προέδρου. “Έχω εξαιρετικές σχέσεις με έναν άνθρωπο που τον λένε Ερντογάν, τον έχετε ακούσει; Τον συμπαθώ και με συμπαθεί. Ο Τύπος θα θυμώσει που το λέω, αλλά ισχύει. Και εκείνος με συμπαθεί. Δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα, έχουμε περάσει πολλά”, δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ, ενώ απευθυνόμενος στον φιλοξενούμενό του πρόσθεσε: “Αν εσείς στο Ισραήλ έχετε πρόβλημα με την Τουρκία, νομίζω ότι εγώ μπορώ να το λύσω”.

Η ελληνική διπλωματία οφείλει να λάβει το μήνυμα. Η αποκατάσταση των σχέσεων με την Τουρκία αποτελεί για τον Τραμπ προτεραιότητα, όπως και το κλείσιμο όσων μετώπων ο ίδιος αντιμετωπίζει ως πολυτέλεια στην ανατολική Μεσόγειο. Και αυτή την προτεραιότητα δεν δύναται να ακυρώσει ούτε καν ένας στενός του σύμμαχος, όπως ο Νετανιάχου, ο οποίος έχει ευχερή πρόσβαση στον Λευκό Οίκο. Πόσω μάλλον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος προκειμένου να κερδίσει το βλέμμα του Αμερικανού προέδρου έδωσε συνέντευξη στον “εναλλακτικό” συντηρητικό ιστότοπο Breitbart, ο οποίος μέχρι πρότινος τουλάχιστον, αποτελούσε ανάθεμα για τους ευυπόληπτους Ευρωπαίους ηγέτες. Σε κάθε περίπτωση, η σχέση Ελλάδος-Ισραήλ-ΗΠΑ δεν πορεύεται ευθύγραμμα: στον κόσμο του Τραμπ το “κασέ” των συνομιλητών ανεβαίνει επί τη βάσει των ανταλλαγμάτων, όχι της συμμετοχής σε κάποιον κύκλο δεδομένων “προθύμων”.

Ο ένοικος του Λευκού Οίκου έχει την ικανοποίηση να θεωρεί ότι συνομιλεί με τον Ερντογάν από θέση ισχύος. Επεκαλέσθη δε το παράδειγμα του Αμερικανού πάστορος Άντριου Μπράνσον, συλληφθέντος κατά τις εκκαθαρίσεις που ηκολούθησαν το αποτυχόν πραξικόπημα κατά του Ερντογάν το 2016 και απελευθερωθέντος κατόπιν κυρώσεων της πρώτης κυβερνήσεως Τραμπ οι οποίες κλυδώνισαν την τουρκική οικονομία.

Όμως τα “προβλήματα” στις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις, τα οποία επεκαλέσθη ο Αμερικανός πρόεδρος, αυτοπροτεινόμενος ως μεσολαβητής, δεν είναι κάτι το απλό: συνίστανται σε διαφορές, οι οποίες απειλείται να επιλυθούν δια των όπλων στο έδαφος της μαρτυρικής Συρίας.

Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι επιδρομές με εννέα νεκρούς που πραγματοποίησε την προηγούμενη εβδομάδα η ισραηλινή αεροπορία στη Συρία, στοχοποιώντας τη στρατιωτική βάση Τιγιάς (T-4) στη Χομς, καθώς και αμυντικές υποδομές στη Χάμα και τη Δαμασκό. Τα πλήγματα σημειώθηκαν τη στιγμή που η Άγκυρα ετοιμαζόταν να στείλει μια τεχνική ομάδα για να επιθεωρήσει τη βάση Τ4 και να πραγματοποιήσει προκαταρκτική αξιολόγηση για ανακατασκευή.

Ο τουρκικός στρατός στοχεύει να δημιουργήσει ένα πολυεπίπεδο σύστημα αεράμυνας μέσα και γύρω από τη βάση, με δυνατότητες μικρού, μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς σχεδιασμένες για την αντιμετώπιση απειλών από αεροσκάφη, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους.

Ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Γκίντεον Σάαρ κατηγόρησε την Τουρκία ότι παίζει “αρνητικό ρόλο” στη Συρία, ενώ το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών απάντησε στις “προκλητικές δηλώσεις των Ισραηλινών υπουργών”, λέγοντας ότι “αντανακλούν όχι μόνο την ψυχική τους κατάσταση αλλά και τις επιθετικές και επεκτατικές πολιτικές της φονταμενταλιστικής και ρατσιστικής κυβέρνησης του Ισραήλ”.

Την “κατάπαυση του πυρός” στον σύντομο αυτό φραστικό πόλεμο εκήρυξε εντέλει την προηγούμενη Παρασκευή ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν δηλώνοντας σε αποκλειστική συνέντευξη στο πρακτορείο Reuters ότι η χώρα του δεν επιθυμεί μια αντιπαράθεση με το εβραϊκό κράτος, καθώς “η Συρία δεν ανήκει στην Τουρκία ούτε στο Ισραήλ”.

Σε αυτό το φόντο, προέκυψαν και οι πληροφορίες του Middle East Eye, βασιζόμενες σε δυτικές πηγές, ότι η Τουρκία και το Ισραήλ διεξήγαγαν συνομιλίες για τη δημιουργία μιας γραμμής αποσυγκρούσεως (deconfliciton) στη Συρία, ώστε να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις και πιθανές συγκρούσεις μεταξύ των στρατιωτών τους.

Είναι αληθές ότι οι στόχοι της γείτονος ως προς τη Συρία, ήτοι η αποτροπή της παγιώσεως μιας αυτονόμου κουρδικής οντότητος στα τουρκο-συριακά σύνορα και η διευκόλυνση του επαναπατρισμού των Σύρων προσφύγων που διαβιούν στην Τουρκία, δεν έρχονται εξ ορισμού σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του Ισραήλ στην περιοχή.

Ωστόσο, η κυβέρνησις Νετανιάχου δεν μπορεί να παρακολουθεί απαθώς τις τουρκικές πρωτοβουλίες, στον βαθμό μάλιστα που αυτές μπορεί να στερήσουν στην ισραηλινή αεροπορία την ελευθερία κινήσεων που έχει εξασφαλίσει στον συριακό εναέριο χώρο – πόσω μάλλον όταν “παραμένουν στο τραπέζι” τα σενάρια τυχόν στρατιωτικού πλήγματος στο Ιράν.

Το Ισραήλ συνεχίζει να επιμένει στην πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της νότιας Συρίας, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε τουρκικής παρουσίας, ενώ με ανησυχία παρατηρεί και τις διεργασίες για τη δημιουργία πενταμερούς συμφωνίας ασφαλείας με τη συμμετοχή Τουρκίας, Συρίας, Λιβάνου, Ιορδανίας και Ιράκ. Η αποχώρηση του Ιράν από το συριακό προσκήνιο έχει καταστήσει την Τουρκία μεγαλύτερη απειλή στα μάτια του Ισραήλ.

Μόνο που η μεταφορά από την Τουρκία στη Συρία των επίμαχων ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 αποτελεί την “συνταγή” η οποία συζητείται, ώστε να αρθούν οι αμερικανικές αντιρρήσεις για την ένταξη της γείτονος στο πρόγραμμα των F-35. Στην συναλλακτική λογική του Ντόναλντ Τραμπ (και του Ερντογάν), κάτι τέτοιο θα αποτελούσε λύση “win-win”.

Άλλωστε και στο θέμα του Ιράν, ο ένοικος του Λευκού Οίκου απεδείχθη απρόθυμος να ευθυγραμμισθεί με τις μαξιμαλιστικές επιδιώξεις του Νετανιάχου, ανακοινώνοντας ενώπιόν του την διεξαγωγή συνομιλιών (και μάλιστα, κατά τον ίδιο, άμεσων και όχι “εκ του σύνεγγυς”) μεταξύ του ειδικού προεδρικού απεσταλμένου Στηβ Ουίτκοφ και του υπουργού Εξωτερικών της Ισλαμικής Δημοκρατίας, Αμπάς Αραγτσί. Οι συνομιλίες αυτές προγραμματιζόταν να λάβουν χώρα χθες Σάββατο στο Σουλτανάτο του Ομάν, το οποίο και επί Ομπάμα είχε διαδραματίσει τον ρόλο του ενδιάμεσου στις επαφές που απέληξαν στην διεθνή συμφωνία (JCPOA) για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.

Με άλλα λόγια, ο μεν Τραμπ “παίζει με όλα τα διαθέσιμα χαρτιά” στη Μέση Ανατολή, αφήνοντας στον εαυτό του τον ρόλο του υπέρτατου διαιτητή, ενώ ο Νετανιάχου εισπράττει το... τίμημα της επιτυχίας του, καθώς η αποδυνάμωση της ακεραιότητος και κυριαρχίας της Συρίας (πάγιος στόχος του Ισραήλ) αναδεικνύει νέους ανταγωνισμούς και απειλές που δεν είχαν προϋπολογισθεί.

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr